κατασκευαστέος: Difference between revisions
From LSJ
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataskevasteos | |Transliteration C=kataskevasteos | ||
|Beta Code=kataskeuaste/os | |Beta Code=kataskeuaste/os | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be prepared]] or made, X.''Ages.''1.23, Gal.14.262.<br><span class="bld">II</span> neut., [[one must prepare]], [[make]], etc., [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''964d, X.''HG''3.4.15, etc.; κ. ἔθος πρὸς τὸν ἔμετον Philum. ap. Aët.9.23.<br><span class="bld">2</span> [[one must construct a proof]] or [[argument]], Aphth.''Prog.''6, Theon''Prog.''3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[κατασκευάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασκευαστέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ κατασκευάσῃ ἢ κάμῃ, Γαλην. 14. 262. ΙΙ. οὐδέτερ., πρέπει τις νὰ κατασκευάσῃ, νὰ κάμῃ, κτλ., τοὺς φύλακας ἀκριβεστέρους λόγῳ καὶ ἔργῳ κ. Πλάτ. Νόμ. 964D, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 15, κτλ. | |lstext='''κατασκευαστέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ κατασκευάσῃ ἢ κάμῃ, Γαλην. 14. 262. ΙΙ. οὐδέτερ., πρέπει τις νὰ κατασκευάσῃ, νὰ κάμῃ, κτλ., τοὺς φύλακας ἀκριβεστέρους λόγῳ καὶ ἔργῳ κ. Πλάτ. Νόμ. 964D, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 15, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[κατασκευάζω]]<br />one must [[prepare]] or make, Xen. | |mdlsjtxt=[from [[κατασκευάζω]]<br />one must [[prepare]] or make, Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:05, 23 March 2024
English (LSJ)
α, ον,
A to be prepared or made, X.Ages.1.23, Gal.14.262.
II neut., one must prepare, make, etc., Pl.Lg.964d, X.HG3.4.15, etc.; κ. ἔθος πρὸς τὸν ἔμετον Philum. ap. Aët.9.23.
2 one must construct a proof or argument, Aphth.Prog.6, TheonProg.3.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de κατασκευάζω.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκευαστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ κατασκευάσῃ ἢ κάμῃ, Γαλην. 14. 262. ΙΙ. οὐδέτερ., πρέπει τις νὰ κατασκευάσῃ, νὰ κάμῃ, κτλ., τοὺς φύλακας ἀκριβεστέρους λόγῳ καὶ ἔργῳ κ. Πλάτ. Νόμ. 964D, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 15, κτλ.
Middle Liddell
[from κατασκευάζω
one must prepare or make, Xen.