κισσοφορία: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kissoforia | |Transliteration C=kissoforia | ||
|Beta Code=kissofori/a | |Beta Code=kissofori/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[wearing of ivy-wreaths]], in plural, ''IG''12 (2).484.5 (Mytil.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κισσοφορία]], ἡ (Α) [[κισσοφορώ]]<br /><b>1.</b> το να φέρει [[κάποιος]] κισσό<br /><b>2.</b> [[γιορτή]] στην οποία συμμετείχαν στεφανωμένοι με κισσό. | |mltxt=[[κισσοφορία]], ἡ (Α) [[κισσοφορώ]]<br /><b>1.</b> το να φέρει [[κάποιος]] κισσό<br /><b>2.</b> [[γιορτή]] στην οποία συμμετείχαν στεφανωμένοι με κισσό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, wearing of ivy-wreaths, in plural, IG12 (2).484.5 (Mytil.).
Greek Monolingual
κισσοφορία, ἡ (Α) κισσοφορώ
1. το να φέρει κάποιος κισσό
2. γιορτή στην οποία συμμετείχαν στεφανωμένοι με κισσό.