κοπροξύστης: Difference between revisions
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "λιθο" to "λιθο") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koproksystis | |Transliteration C=koproksystis | ||
|Beta Code=koprocu/sths | |Beta Code=koprocu/sths | ||
|Definition= | |Definition=κοπροξύστου, ὁ, [[one who clears out manure]], ''UPZ''119.40 (ii B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπροξύστης]], ὁ (ΑM)<br />αυτός που ξύνει και καθαρίζει [[κάτι]] από την [[κοπριά]], αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ξύστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξύω</i>), | |mltxt=[[κοπροξύστης]], ὁ (ΑM)<br />αυτός που ξύνει και καθαρίζει [[κάτι]] από την [[κοπριά]], αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ξύστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξύω</i>), [[πρβλ]]. λιθο-[[ξύστης]], <i>ουρανο</i>-[[ξύστης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:21, 26 October 2023
English (LSJ)
κοπροξύστου, ὁ, one who clears out manure, UPZ119.40 (ii B. C.).
Greek Monolingual
κοπροξύστης, ὁ (ΑM)
αυτός που ξύνει και καθαρίζει κάτι από την κοπριά, αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο-ξύστης, ουρανο-ξύστης.