λάγειος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lageios | |Transliteration C=lageios | ||
|Beta Code=la/geios | |Beta Code=la/geios | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], α, ον, = [[λαγῷος]], λ. κρέα Hp.''Aff.''43, Orib.3.3.6; κρέας λάγειον Sor.1.51. (From Ion. [[λαγός]] = [[λαγώς]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λάγειος''': [ᾰ], -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[λαγῷος]], λ. κρέα Ὀρειβ. ἐν Συλλ. Ἰατρ. 3. 3. | |lstext='''λάγειος''': [ᾰ], -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[λαγῷος]], λ. κρέα Ὀρειβ. ἐν Συλλ. Ἰατρ. 3. 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λάγειος]], -εία, -ον, θηλ. και -ος (Α) [[λαγώς]]<br />αυτός που ανήκει στον λαγό ή προέρχεται από αυτόν, λαγήσιος («λάγεια κρέα», Ιπποκρ.). | |mltxt=[[λάγειος]], -εία, -ον, θηλ. και -ος (Α) [[λαγώς]]<br />αυτός που ανήκει στον λαγό ή προέρχεται από αυτόν, λαγήσιος («λάγεια κρέα», Ιπποκρ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, = λαγῷος, λ. κρέα Hp.Aff.43, Orib.3.3.6; κρέας λάγειον Sor.1.51. (From Ion. λαγός = λαγώς.)
German (Pape)
[Seite 3] vom Hafen, λαγώς, VLL., bes. κρέας.
Greek (Liddell-Scott)
λάγειος: [ᾰ], -ον, ὡσαύτως α, ον, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ λαγῷος, λ. κρέα Ὀρειβ. ἐν Συλλ. Ἰατρ. 3. 3.
Greek Monolingual
λάγειος, -εία, -ον, θηλ. και -ος (Α) λαγώς
αυτός που ανήκει στον λαγό ή προέρχεται από αυτόν, λαγήσιος («λάγεια κρέα», Ιπποκρ.).