πλαδαρότης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pladarotis
|Transliteration C=pladarotis
|Beta Code=pladaro/ths
|Beta Code=pladaro/ths
|Definition=ητος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[flaccidity]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Nat.</span>140</span> G., Herm. ap. Stob.1.49.69, Gal.14.770.</span>
|Definition=-ητος, ἡ, [[flaccidity]], Epicur.''Nat.''140 G., Herm. ap. Stob.1.49.69, Gal.14.770.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰδᾰρότης''': -ητος, ἡ, [[ὑγρότης]], [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1096, Γαλην.
|lstext='''πλᾰδᾰρότης''': -ητος, ἡ, [[ὑγρότης]], [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1096, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[πλαδαρότης]], -ητος, ΝΑ [[πλαδαρός]]<br />([[ιδίως]] για τα σαρκώδη [[μέλη]] του σώματος) η [[ιδιότητα]] του πλαδαρού, [[χαλαρότητα]], [[χαύνωση]], [[ατονία]].
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰδᾰρότης Medium diacritics: πλαδαρότης Low diacritics: πλαδαρότης Capitals: ΠΛΑΔΑΡΟΤΗΣ
Transliteration A: pladarótēs Transliteration B: pladarotēs Transliteration C: pladarotis Beta Code: pladaro/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, flaccidity, Epicur.Nat.140 G., Herm. ap. Stob.1.49.69, Gal.14.770.

German (Pape)

[Seite 623] ητος, ἡ, Nässe, Zustand eines nassen Körpers, Hermes bei Stob. ecl. I p. 1098.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰδᾰρότης: -ητος, ἡ, ὑγρότης, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1096, Γαλην.

Greek Monolingual

η / πλαδαρότης, -ητος, ΝΑ πλαδαρός
(ιδίως για τα σαρκώδη μέλη του σώματος) η ιδιότητα του πλαδαρού, χαλαρότητα, χαύνωση, ατονία.