ταὐτόσημος: Difference between revisions
From LSJ
τράγος γένειον ἆρα πενθήσεις σύ γε → you, goat, will mourn your vanished beard | you will mourn your beard like the goat in the proverb
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=taftosimos | |Transliteration C=taftosimos | ||
|Beta Code=tau)to/shmos | |Beta Code=tau)to/shmos | ||
|Definition= | |Definition=ταὐτόσημον, [[of the same signification]], Eust.103.23: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ταὐτόσημος]], -ον, ΝΜ<br />(για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την [[ίδια]] ακριβώς [[σημασία]] με άλλον, [[ταυτοσήμαντος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος, [[απαράλλαχτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ταυτόσημη [[διακοίνωση]]» — [[διακοίνωση]] που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το ίδιο [[περιεχόμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), | |mltxt=-η, -ο / [[ταὐτόσημος]], -ον, ΝΜ<br />(για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την [[ίδια]] ακριβώς [[σημασία]] με άλλον, [[ταυτοσήμαντος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος, [[απαράλλαχτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ταυτόσημη [[διακοίνωση]]» — [[διακοίνωση]] που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το ίδιο [[περιεχόμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), [[πρβλ]]. [[πολύσημος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ταὐτόσημον, of the same signification, Eust.103.23:
German (Pape)
[Seite 1075] dasselbe bezeichnend, gleichbedeutend, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτόσημος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν σημασίαν Εὐστ. 103. 13· ταὐτοσήμαντος, ον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 16, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταὐτόσημος, -ον, ΝΜ
(για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την ίδια ακριβώς σημασία με άλλον, ταυτοσήμαντος
νεοελλ.
1. όμοιος, απαράλλαχτος
2. φρ. «ταυτόσημη διακοίνωση» — διακοίνωση που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το ίδιο περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. πολύσημος].