τετευχῆσθαι: Difference between revisions
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetefchisthai | |Transliteration C=tetefchisthai | ||
|Beta Code=teteuxh=sqai | |Beta Code=teteuxh=sqai | ||
|Definition=(τεῦχος) Ep. pf. inf. Pass. without any pres. in use, | |Definition=([[τεῦχος]]) Ep. pf. inf. Pass. without any pres. in use, to [[be armed]], Od.22.104. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετευχῆσθαι:''' inf. pf. pass. к [[τευχέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετευχῆσθαι''': Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. | |lstext='''τετευχῆσθαι''': Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστῶτος, σχηματισθὲν ἐκ τοῦ οὐσιαστ. τεύχεια, μὴ ὑπάρχοντος ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, «[[τετευχῆσθαι]], καθωπλίσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 104. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετευχῆσθαι:''' Επικ. απαρ. Παθ. παρακ. με [[σημασία]] ενεστ., σχημ. από το ουσ. <i>τεύχεα</i>, [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], είμαι εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''τετευχῆσθαι:''' Επικ. απαρ. Παθ. παρακ. με [[σημασία]] ενεστ., σχημ. από το ουσ. <i>τεύχεα</i>, [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], είμαι εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=from the Subst. τεύχεα [epic perf. [[pass]]. inf. with pres. [[sense]], formed] [no pres. in use]<br />to be [[armed]], Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 3 March 2024
English (LSJ)
(τεῦχος) Ep. pf. inf. Pass. without any pres. in use, to be armed, Od.22.104.
Russian (Dvoretsky)
τετευχῆσθαι: inf. pf. pass. к τευχέω.
Greek (Liddell-Scott)
τετευχῆσθαι: Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστῶτος, σχηματισθὲν ἐκ τοῦ οὐσιαστ. τεύχεια, μὴ ὑπάρχοντος ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, «τετευχῆσθαι, καθωπλίσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 104.
English (Autenrieth)
(τευχέω, τεύχεα), inf. perf. pass.: to have armed ourselves, be armed, Od. 22.104†.
Greek Monolingual
Α
(επικ. απρμφ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) το να είναι κανείς οπλισμένος («τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τετευχῆσθαι (< τετευχέσ-θαι) είναι επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ τευχῶ < τεῦχος (πρβλ. απρμφ. παρακμ. τετελέσθαι του τελῶ < τέλος). Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογικό σχηματισμό κατά το συνηρ. σε -έω / -ῶ].
Greek Monotonic
τετευχῆσθαι: Επικ. απαρ. Παθ. παρακ. με σημασία ενεστ., σχημ. από το ουσ. τεύχεα, χωρίς ενεστ. σε χρήση, είμαι εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
from the Subst. τεύχεα [epic perf. pass. inf. with pres. sense, formed] [no pres. in use]
to be armed, Od.