ἀκύλιστος: Difference between revisions

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akylistos
|Transliteration C=akylistos
|Beta Code=a)ku/listos
|Beta Code=a)ku/listos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not to be rolled about]]: metaph., <b class="b3">κραδίη ἀ</b>. an [[undaunted]] heart, Timo <span class="bibl">16</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of Protagoras, <b class="b3">οὐκ ἀ</b>. not [[without volubility]] or [[versatility]], <span class="bibl">Id.5</span>.</span>
|Definition=ἀκύλιστον,<br><span class="bld">A</span> [[not to be rolled about]]: metaph., <b class="b3">κραδίη ἀ.</b> an [[undaunted]] heart, Timo 16.<br><span class="bld">II</span> of Protagoras, <b class="b3">οὐκ ἀ.</b> not [[without volubility]] or [[versatility]], Id.5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[inamovible]] κραδίη Timo <i>SHell</i>.790, de Protágoras, Timo <i>SHell</i>.779.
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht fortzuwälzen, fest</i>, [[κραδίη]] Timon. bei [[Athen]]. IV.162f; οὐκ [[ἀκύλιστος]], [[gewandt]], Id. bei Sext.Emp. <i>adv. Math</i>. 8.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκύλιστος:''' (ῠ) досл. с трудом катящийся, перен. неповоротливый: οὐκ ἀ. Sext. бойкий.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκύλιστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυλίσῃ [[τῇδε]] κἀκεῖσαι: μεταφ. [[κραδίη]] ἀκ., ἄτρομος καρδία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 162F. ΙΙ. περὶ Πρωταγόρου, οὐκ. ἀκ. οὐχὶ [[ἄνευ]] εὐστροφρίας γλώσσης, ἢ εὐτραπελίας, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 57.
|lstext='''ἀκύλιστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυλίσῃ [[τῇδε]] κἀκεῖσαι: μεταφ. [[κραδίη]] ἀκ., ἄτρομος καρδία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 162F. ΙΙ. περὶ Πρωταγόρου, οὐκ. ἀκ. οὐχὶ [[ἄνευ]] εὐστροφρίας γλώσσης, ἢ εὐτραπελίας, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 57.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[inamovible]] κραδίη Timo <i>SHell</i>.790, de Protágoras, Timo <i>SHell</i>.779.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α [[ἀκύλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀκύλιστος]] [[κραδίη]]», ψυχρή, ατρόμητη [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[κυλιστός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐκύλισα</i>, [[κυλίω]].
|mltxt=και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α [[ἀκύλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀκύλιστος]] [[κραδίη]]», ψυχρή, ατρόμητη [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[κυλιστός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐκύλισα</i>, [[κυλίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκύλιστος:''' (ῠ) досл. с трудом катящийся, перен. неповоротливый: οὐκ ἀ. Sext. бойкий.
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκύλιστος Medium diacritics: ἀκύλιστος Low diacritics: ακύλιστος Capitals: ΑΚΥΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akýlistos Transliteration B: akylistos Transliteration C: akylistos Beta Code: a)ku/listos

English (LSJ)

ἀκύλιστον,
A not to be rolled about: metaph., κραδίη ἀ. an undaunted heart, Timo 16.
II of Protagoras, οὐκ ἀ. not without volubility or versatility, Id.5.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
inamovible κραδίη Timo SHell.790, de Protágoras, Timo SHell.779.

German (Pape)

nicht fortzuwälzen, fest, κραδίη Timon. bei Athen. IV.162f; οὐκ ἀκύλιστος, gewandt, Id. bei Sext.Emp. adv. Math. 8.

Russian (Dvoretsky)

ἀκύλιστος: (ῠ) досл. с трудом катящийся, перен. неповоротливый: οὐκ ἀ. Sext. бойкий.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκύλιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυλίσῃ τῇδε κἀκεῖσαι: μεταφ. κραδίη ἀκ., ἄτρομος καρδία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 162F. ΙΙ. περὶ Πρωταγόρου, οὐκ. ἀκ. οὐχὶ ἄνευ εὐστροφρίας γλώσσης, ἢ εὐτραπελίας, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 57.

Greek Monolingual

και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α ἀκύλητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά
νεοελλ.
αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται κάπου
αρχ.
φρ. «ἀκύλιστος κραδίη», ψυχρή, ατρόμητη καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + κυλιστός < ἐκύλισα, κυλίω.