ἀντιφάσκω: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antifasko | |Transliteration C=antifasko | ||
|Beta Code=a)ntifa/skw | |Beta Code=a)ntifa/skw | ||
|Definition= | |Definition=[[contradict]], ἑαυτῷ Olymp.''in Mete.''181.11; to [[be in contradiction]], Simp.''in Ph.''1155.28; τὰ ἀντιφάσκοντα [[contradictories]], Id.''in Cat.''44.21, cf. 19.21; <b class="b3">ὁ ἀντιφάσκων</b> [[the opponent]] in argument, Phld.''Po.''2.54. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[contradecir]] ἑαυτῷ Olymp.<i>in Mete</i>.181.11<br /><b class="num">•</b>[[oponerse]] τὸ γενητὸν ... πρὸς τὸ ἀγένητον Simp.<i>in Ph</i>.1155.33, de proposiciones τὰ ἀντιφάσκοντα Simp.<i>in Cat</i>.44.21, cf. 19.21<br /><b class="num">•</b>ὁ ἀντιφάσκων [[el oponente]] en una discusión, Phld.<i>Po</i>.B.27.1. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιφάσκω''': [[ἀντιλέγω]], ἀναιρῶ, τὰ ἀντιφάσκοντα, τὰ ἀντιφατικά, τὰ ἀντίθετα, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 44. 37 Brandis. 2) ἀποκρίνομαι, τούτοις Χαρικλῆς ἀντέφασκε τοιάδε Νικήτ. Εὐγέν. 6. 170, κτλ. | |lstext='''ἀντιφάσκω''': [[ἀντιλέγω]], ἀναιρῶ, τὰ ἀντιφάσκοντα, τὰ ἀντιφατικά, τὰ ἀντίθετα, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 44. 37 Brandis. 2) ἀποκρίνομαι, τούτοις Χαρικλῆς ἀντέφασκε τοιάδε Νικήτ. Εὐγέν. 6. 170, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀντιφάσκω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />λέω το αντίθετο από αυτό που [[είπα]] [[προηγουμένως]], [[αναιρώ]] τους λόγους μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιλέγω]]<br /><b>2.</b> [[αποκρίνομαι]]. | |mltxt=(Α [[ἀντιφάσκω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />λέω το αντίθετο από αυτό που [[είπα]] [[προηγουμένως]], [[αναιρώ]] τους λόγους μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιλέγω]]<br /><b>2.</b> [[αποκρίνομαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
contradict, ἑαυτῷ Olymp.in Mete.181.11; to be in contradiction, Simp.in Ph.1155.28; τὰ ἀντιφάσκοντα contradictories, Id.in Cat.44.21, cf. 19.21; ὁ ἀντιφάσκων the opponent in argument, Phld.Po.2.54.
Spanish (DGE)
contradecir ἑαυτῷ Olymp.in Mete.181.11
•oponerse τὸ γενητὸν ... πρὸς τὸ ἀγένητον Simp.in Ph.1155.33, de proposiciones τὰ ἀντιφάσκοντα Simp.in Cat.44.21, cf. 19.21
•ὁ ἀντιφάσκων el oponente en una discusión, Phld.Po.B.27.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφάσκω: ἀντιλέγω, ἀναιρῶ, τὰ ἀντιφάσκοντα, τὰ ἀντιφατικά, τὰ ἀντίθετα, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 44. 37 Brandis. 2) ἀποκρίνομαι, τούτοις Χαρικλῆς ἀντέφασκε τοιάδε Νικήτ. Εὐγέν. 6. 170, κτλ.
Greek Monolingual
(Α ἀντιφάσκω)
νεοελλ.
λέω το αντίθετο από αυτό που είπα προηγουμένως, αναιρώ τους λόγους μου
αρχ.
1. αντιλέγω
2. αποκρίνομαι.