ἀπομειουρίζω: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apomeiourizo | |Transliteration C=apomeiourizo | ||
|Beta Code=a)pomeiouri/zw | |Beta Code=a)pomeiouri/zw | ||
|Definition=or | |Definition=or [[ἀπομυουρίζω]], ([[μείουρος]]) [[make to taper off to a point]], Nicom.''Ar.''2.13; of a root, Herod.Med. ap. Orib.8.4.3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀπομυουρίζω Herod.Med. en Orib.8.4.3<br />[[rematar]], [[terminar en punta]] ἕως ἂν ἡ μονὰς ... ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Nicom.<i>Ar</i>.2.13, de la raíz de una planta πρὸς δὲ τῷ τέλει ἀπομυουρίζων Herod.Med.l.c. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπομειουρίζω''': ([[μείουρος]]) ἀποτελειώνω τι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ καταλήγῃ εἰς ὀξύ, ὡς ἡ μονὰς ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Νικομάχ. Ἀριθμ. 125. | |lstext='''ἀπομειουρίζω''': ([[μείουρος]]) ἀποτελειώνω τι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ καταλήγῃ εἰς ὀξύ, ὡς ἡ μονὰς ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Νικομάχ. Ἀριθμ. 125. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
or ἀπομυουρίζω, (μείουρος) make to taper off to a point, Nicom.Ar.2.13; of a root, Herod.Med. ap. Orib.8.4.3.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἀπομυουρίζω Herod.Med. en Orib.8.4.3
rematar, terminar en punta ἕως ἂν ἡ μονὰς ... ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Nicom.Ar.2.13, de la raíz de una planta πρὸς δὲ τῷ τέλει ἀπομυουρίζων Herod.Med.l.c.
German (Pape)
[Seite 314] abstumpfen, Nicom. arithm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομειουρίζω: (μείουρος) ἀποτελειώνω τι οὕτως ὥστε νὰ καταλήγῃ εἰς ὀξύ, ὡς ἡ μονὰς ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Νικομάχ. Ἀριθμ. 125.