ἐγκωμιαστικός: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egkomiastikos | |Transliteration C=egkomiastikos | ||
|Beta Code=e)gkwmiastiko/s | |Beta Code=e)gkwmiastiko/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=ἐγκωμιαστική, ἐγκωμιαστικόν, [[panegyrical]], [[encomiastic]], of or relating to an [[encomiast]], [[bestow]]ing [[praise]], [[eulogistic]], [[laudatory]] Arist.''Rh.Al.''1421b9, Plb.8.11.2, Ph.2.31; [[ἐγκωμιαστικόν]], τό, [[encomiastic]] Plu.2.743d, Longin.8.3, Demetr.''Eloc.''120. Adv. [[ἐγκωμιαστικῶς]] = [[encomiastically]] Poll.4.26. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[hábil para el encomio]] ἥκιστα τῶν ῥητόρων οἱ περιπαθεῖς ἐγκωμιαστικοί Longin.8.3.<br /><b class="num">2</b> ret. [[encomiástico]] λόγος Anaximen.<i>Rh</i>.1421<sup>b</sup>9, ἀποφάσεις αὐτοῦ περὶ Φιλίππου Plb.8.11.2, τόποι D.H.<i>Rh</i>.5.3, ἰδέα D.H.<i>Rh</i>.8.9, λέξις Ph.2.31, τρόποι Aristid.Quint.30.7<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἐ. [[encomio]], [[género encomiástico]] Plu.2.743d, D.L.7.43.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἐγκωμιαστικῶς]] = [[de forma encomiástica]], [[encomiásticamente]] Poll.4.26, ταῦτα [[διηγηματικῶς]], οὐ [[ἐγκωμιαστικῶς]] συνεγράψαμεν Thdt.<i>H.Rel</i>.21.35. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0712.png Seite 712]] ή, όν, zur Lobrede gehörig, lobrednerisch, ἀποφάσεις Pol. 8, 13, 2, [[τόπος]] 10, 24, 8; a. Sp.; τὸ ἐγκ., die Lobrede, die Classe der Lobreden, Plut. Symp. 9, 14, 1 und 3. – Adv., Poll. 4, 26. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0712.png Seite 712]] ή, όν, zur Lobrede gehörig, lobrednerisch, ἀποφάσεις Pol. 8, 13, 2, [[τόπος]] 10, 24, 8; a. Sp.; τὸ ἐγκ., die Lobrede, die Classe der Lobreden, Plut. Symp. 9, 14, 1 und 3. – Adv., Poll. 4, 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[laudatif]], [[louangeur]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκωμιάζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκωμιαστικός:''' [[хвалебный]], [[похвальный]] ([[εἶδος]] τῶν λόγων Arst.; ἀποφάσεις Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκωμιαστικός''': -ή, -όν, [[πανηγυρικός]], [[ἐπαινετικός]], Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 1, Πολύβ. 8. 13, 2. | |lstext='''ἐγκωμιαστικός''': -ή, -όν, [[πανηγυρικός]], [[ἐπαινετικός]], Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 1, Πολύβ. 8. 13, 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐγκωμιαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[εγκώμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐγκωμιαστικόν</i><br />α) [[εγκώμιο]]<br />β) [[είδος]] ρητορικού λόγου. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐγκωμιαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[εγκώμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐγκωμιαστικόν</i><br />α) [[εγκώμιο]]<br />β) [[είδος]] ρητορικού λόγου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐγκωμιαστική, ἐγκωμιαστικόν, panegyrical, encomiastic, of or relating to an encomiast, bestowing praise, eulogistic, laudatory Arist.Rh.Al.1421b9, Plb.8.11.2, Ph.2.31; ἐγκωμιαστικόν, τό, encomiastic Plu.2.743d, Longin.8.3, Demetr.Eloc.120. Adv. ἐγκωμιαστικῶς = encomiastically Poll.4.26.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pers. hábil para el encomio ἥκιστα τῶν ῥητόρων οἱ περιπαθεῖς ἐγκωμιαστικοί Longin.8.3.
2 ret. encomiástico λόγος Anaximen.Rh.1421b9, ἀποφάσεις αὐτοῦ περὶ Φιλίππου Plb.8.11.2, τόποι D.H.Rh.5.3, ἰδέα D.H.Rh.8.9, λέξις Ph.2.31, τρόποι Aristid.Quint.30.7
•neutr. subst. τὸ ἐ. encomio, género encomiástico Plu.2.743d, D.L.7.43.
II adv. ἐγκωμιαστικῶς = de forma encomiástica, encomiásticamente Poll.4.26, ταῦτα διηγηματικῶς, οὐ ἐγκωμιαστικῶς συνεγράψαμεν Thdt.H.Rel.21.35.
German (Pape)
[Seite 712] ή, όν, zur Lobrede gehörig, lobrednerisch, ἀποφάσεις Pol. 8, 13, 2, τόπος 10, 24, 8; a. Sp.; τὸ ἐγκ., die Lobrede, die Classe der Lobreden, Plut. Symp. 9, 14, 1 und 3. – Adv., Poll. 4, 26.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἐγκωμιαστικός: хвалебный, похвальный (εἶδος τῶν λόγων Arst.; ἀποφάσεις Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκωμιαστικός: -ή, -όν, πανηγυρικός, ἐπαινετικός, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 1, Πολύβ. 8. 13, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐγκωμιαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εγκώμιο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκωμιαστικόν
α) εγκώμιο
β) είδος ρητορικού λόγου.