ἕλκωμα: Difference between revisions
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elkoma | |Transliteration C=elkoma | ||
|Beta Code=e(/lkwma | |Beta Code=e(/lkwma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[sore]], [[ulcer]], Hp.''Epid.''3.7, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1088.2,9 (i A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[part wounded]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]''9.2.1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> medic. [[herida]], [[llaga]], [[úlcera]] ῥεύματα περὶ αἰδοῖα πολλά, ἑλκώματα, φύματα ἔξωθεν Hp.<i>Epid</i>.3.7, τὸ μήλινον κολλ(ύριον) πρὸς ῥεῦμα καὶ ἑλκώματα <i>Medic.Fr.Pap</i>. en <i>POxy</i>.1088.2, cf. 9, <i>Hippiatr.Cant</i>.8.20.<br /><b class="num">2</b> bot. [[incisión]] en un árbol συρρεῖ γὰρ εἰς τὸ ἕ. τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης Thphr.<i>HP</i> 9.2.1. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἕλκωμα''': τό, (ἑλκύω) [[πληγή]], [[ἕλκος]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085. ΙΙ. τὸ ἀφελκωθὲν [[μέρος]] τοῦ στελέχους πεύκης ἢ [[ἐλάτης]] πρὸς συναγωγὴν ῥητίνης, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 1. | |lstext='''ἕλκωμα''': τό, (ἑλκύω) [[πληγή]], [[ἕλκος]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085. ΙΙ. τὸ ἀφελκωθὲν [[μέρος]] τοῦ στελέχους πεύκης ἢ [[ἐλάτης]] πρὸς συναγωγὴν ῥητίνης, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἕλκωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τραύμα]] που έγινε [[έλκος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πληγή]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] του κορμού δέντρου χαραγμένο για [[συγκέντρωση]] ρητίνης. | |mltxt=το (AM [[ἕλκωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τραύμα]] που έγινε [[έλκος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πληγή]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] του κορμού δέντρου χαραγμένο για [[συγκέντρωση]] ρητίνης. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:21, 1 November 2024
English (LSJ)
-ατος, τό,
A sore, ulcer, Hp.Epid.3.7, POxy.1088.2,9 (i A.D.).
II part wounded, Thphr. HP9.2.1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 medic. herida, llaga, úlcera ῥεύματα περὶ αἰδοῖα πολλά, ἑλκώματα, φύματα ἔξωθεν Hp.Epid.3.7, τὸ μήλινον κολλ(ύριον) πρὸς ῥεῦμα καὶ ἑλκώματα Medic.Fr.Pap. en POxy.1088.2, cf. 9, Hippiatr.Cant.8.20.
2 bot. incisión en un árbol συρρεῖ γὰρ εἰς τὸ ἕ. τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης Thphr.HP 9.2.1.
German (Pape)
[Seite 800] τό, das Geschwür, Hippocr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἕλκωμα: τό, (ἑλκύω) πληγή, ἕλκος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085. ΙΙ. τὸ ἀφελκωθὲν μέρος τοῦ στελέχους πεύκης ἢ ἐλάτης πρὸς συναγωγὴν ῥητίνης, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 1.
Greek Monolingual
το (AM ἕλκωμα)
νεοελλ.
τραύμα που έγινε έλκος
αρχ.-μσν.
1. πληγή
2. τμήμα του κορμού δέντρου χαραγμένο για συγκέντρωση ρητίνης.