ὀπόεις: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opoeis
|Transliteration C=opoeis
|Beta Code=o)po/eis
|Beta Code=o)po/eis
|Definition=εσσα, εν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[juicy]], ἐρινοί <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>319</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as place name, [[Opus]], <span class="bibl">Il.2.531</span>, <span class="title">IG</span>9(1).334.33 (v B. C.), etc. ; Ὀπούντιοι, οἱ, name of a section of the Locrians, <span class="bibl">Th.1.108</span>, etc. ; Locr. Ὁπούντιοι <span class="title">SIG</span>597 <span class="title">B</span>2 ; also Ὁπόντιοι <span class="title">IG</span>9(1).334.39, and uncontr. [[Ὁποέντιος]] ib.7.393.2 (Oropus).</span>
|Definition=ὀπόεσσα, ὀπόεν,<br><span class="bld">A</span> [[juicy]], ἐρινοί Nic.''Al.''319.<br><span class="bld">II</span> as placename, [[Opus]], Il.2.531, ''IG''9(1).334.33 (v B. C.), etc.; Ὀπούντιοι, οἱ, name of a section of the Locrians, Th.1.108, etc.; Locr. Ὁπούντιοι ''SIG''597 ''B''2; also [[Ὁπόντιοι]] ''IG''9(1).334.39, and uncontr. [[Ὁποέντιος]] ib.7.393.2 (Oropus).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀπόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] με οπό, [[γαλακτώδης]], [[χυμώδης]] («ὀπόεντας ἐρινεούς», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ὀπόεις</i> και <i>Ὀποῡς</i><br />[[ονομασία]] λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ' ἐνέμοντ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
|mltxt=[[ὀπόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] με οπό, [[γαλακτώδης]], [[χυμώδης]] («ὀπόεντας ἐρινεούς», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ὀπόεις</i> και <i>Ὀποῦς</i><br />[[ονομασία]] λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ' ἐνέμοντ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπόεις Medium diacritics: ὀπόεις Low diacritics: οπόεις Capitals: ΟΠΟΕΙΣ
Transliteration A: opóeis Transliteration B: opoeis Transliteration C: opoeis Beta Code: o)po/eis

English (LSJ)

ὀπόεσσα, ὀπόεν,
A juicy, ἐρινοί Nic.Al.319.
II as placename, Opus, Il.2.531, IG9(1).334.33 (v B. C.), etc.; Ὀπούντιοι, οἱ, name of a section of the Locrians, Th.1.108, etc.; Locr. Ὁπούντιοι SIG597 B2; also Ὁπόντιοι IG9(1).334.39, and uncontr. Ὁποέντιος ib.7.393.2 (Oropus).

German (Pape)

[Seite 361] εσσα, εν, saftig, saftreich, Nic. Al. 318.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπόεις: εσσα, εν, πλήρης ὀποῦ, Νικ. Ἀλεξιφ. 319.

Greek Monolingual

ὀπόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος με οπό, γαλακτώδης, χυμώδης («ὀπόεντας ἐρινεούς», Νίκ.)
2. ως κύριο όν. Ὀπόεις και Ὀποῦς
ονομασία λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ' ἐνέμοντ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κατάλ. -όεις].