Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετωπικός: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metopikos
|Transliteration C=metopikos
|Beta Code=metwpiko/s
|Beta Code=metwpiko/s
|Definition=ή, όν, = [[μετωπίδιος]] ([[on the forehead]]), Heliod. ap. Orib. 48.27.2.
|Definition=μετωπική, μετωπικόν, = [[μετωπίδιος]] ([[on the forehead]]), Heliod. ap. Orib. 48.27.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μετωπικός]], -ή, -όν) [[μέτωπον]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μέτωπο]], [[μετωπιαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρατιωτικό [[μέτωπο]], στην πρώτη [[γραμμή]] της στρατιωτικής παράταξης («μετωπικά [[πυρά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[μέτωπο]] (α. «μετωπική [[επίθεση]]» β. «μετωπική [[σύγκρουση]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μετωπική [[επιφάνεια]]»<br /><b>φυσ.</b> το [[εμβαδόν]] της μέγιστης διατομής που παρουσιάζει ένα [[σώμα]] όταν κινείται σε [[ρεύμα]] ενός ρευστού και η οποία προσδιορίζεται σε [[διεύθυνση]] κάθετη [[προς]] τη ροή του ρεύματος<br />β) «μετωπικό [[σημείο]]»<br /><b>ανθρωπολ.</b> το [[μετώπιον]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μετωπικώς</i> και -<i>ά</i><br />[[κατά]] [[μέτωπο]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μετωπικός]], -ή, -όν) [[μέτωπον]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μέτωπο]], [[μετωπιαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρατιωτικό [[μέτωπο]], στην πρώτη [[γραμμή]] της στρατιωτικής παράταξης («μετωπικά [[πυρά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[μέτωπο]] (α. «μετωπική [[επίθεση]]» β. «μετωπική [[σύγκρουση]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μετωπική [[επιφάνεια]]»<br /><b>φυσ.</b> το [[εμβαδόν]] της μέγιστης διατομής που παρουσιάζει ένα [[σώμα]] όταν κινείται σε [[ρεύμα]] ενός ρευστού και η οποία προσδιορίζεται σε [[διεύθυνση]] κάθετη [[προς]] τη ροή του ρεύματος<br />β) «μετωπικό [[σημείο]]»<br /><b>ανθρωπολ.</b> το [[μετώπιον]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μετωπικώς</i> και -<i>ά</i><br />[[κατά]] [[μέτωπο]].
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπικός Medium diacritics: μετωπικός Low diacritics: μετωπικός Capitals: ΜΕΤΩΠΙΚΟΣ
Transliteration A: metōpikós Transliteration B: metōpikos Transliteration C: metopikos Beta Code: metwpiko/s

English (LSJ)

μετωπική, μετωπικόν, = μετωπίδιος (on the forehead), Heliod. ap. Orib. 48.27.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μετωπικός, -ή, -όν) μέτωπον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέτωπο, μετωπιαίος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρατιωτικό μέτωπο, στην πρώτη γραμμή της στρατιωτικής παράταξης («μετωπικά πυρά»)
2. αυτός που γίνεται κατά μέτωπο (α. «μετωπική επίθεση» β. «μετωπική σύγκρουση»)
3. φρ. α) «μετωπική επιφάνεια»
φυσ. το εμβαδόν της μέγιστης διατομής που παρουσιάζει ένα σώμα όταν κινείται σε ρεύμα ενός ρευστού και η οποία προσδιορίζεται σε διεύθυνση κάθετη προς τη ροή του ρεύματος
β) «μετωπικό σημείο»
ανθρωπολ. το μετώπιον.
επίρρ...
μετωπικώς και -ά
κατά μέτωπο.