λεκανομαντεία: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
m (LSJ2 replacement)
(CSV import)
 
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λεκανομαντεία]])<br />[[είδος]] τεχνητής μαντείας με [[παρατήρηση]] του νερού [[μέσα]] σε [[λεκάνη]] ή της κίνησης και τών σχημάτων σταγόνων λαδιού ή της ακτινοβολίας «μαντικών» λίθων, λ.χ. τοπαζιού ή ζαφειριού, [[μέσα]] στο [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεκανόμαντις]], [[οπότε]] και ορθότ. [[γραφή]] <i>λεκανομαντία</i>, ή [[λεκάνη]] <span style="color: red;">+</span> [[μαντεία]] > [[λεκανομαντεία]]].
|mltxt=η (AM [[λεκανομαντεία]])<br />[[είδος]] τεχνητής μαντείας με [[παρατήρηση]] του νερού [[μέσα]] σε [[λεκάνη]] ή της κίνησης και τών σχημάτων σταγόνων λαδιού ή της ακτινοβολίας «μαντικών» λίθων, λ.χ. τοπαζιού ή ζαφειριού, [[μέσα]] στο [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεκανόμαντις]], [[οπότε]] και ορθότ. [[γραφή]] <i>λεκανομαντία</i>, ή [[λεκάνη]] <span style="color: red;">+</span> [[μαντεία]] > [[λεκανομαντεία]]].
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[lecanomancia]], [[adivinación por medio de un plato]] αὐθοπτικῆς λεκανομαντείας ἅμα καὶ νεκυοαγωγῆς σκέψις <b class="b3">observación de una lecanomancia de visión directa de la divinidad junto con una necromancia</b> P IV 221 P III 276 (fr. lac.)
}}
}}

Latest revision as of 15:10, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεκανομαντεία Medium diacritics: λεκανομαντεία Low diacritics: λεκανομαντεία Capitals: ΛΕΚΑΝΟΜΑΝΤΕΙΑ
Transliteration A: lekanomanteía Transliteration B: lekanomanteia Transliteration C: lekanomanteia Beta Code: lekanomantei/a

English (LSJ)

v. λεκανόμαντις.

German (Pape)

[Seite 27] ἡ, das Wahrsagen aus der Schüssel, Sp.

Spanish

lecanomancia, adivinación por medio de un plato

Greek Monolingual

η (AM λεκανομαντεία)
είδος τεχνητής μαντείας με παρατήρηση του νερού μέσα σε λεκάνη ή της κίνησης και τών σχημάτων σταγόνων λαδιού ή της ακτινοβολίας «μαντικών» λίθων, λ.χ. τοπαζιού ή ζαφειριού, μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκανόμαντις, οπότε και ορθότ. γραφή λεκανομαντία, ή λεκάνη + μαντεία > λεκανομαντεία].

Léxico de magia

lecanomancia, adivinación por medio de un plato αὐθοπτικῆς λεκανομαντείας ἅμα καὶ νεκυοαγωγῆς σκέψις observación de una lecanomancia de visión directa de la divinidad junto con una necromancia P IV 221 P III 276 (fr. lac.)