κότιλον: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kotilon
|Transliteration C=kotilon
|Beta Code=ko/tilon
|Beta Code=ko/tilon
|Definition=ἀνδρὸς [[αἰδοῖον]], Hsch. s.v. [[κόθημα]].
|Definition=ἀνδρὸς [[αἰδοῖον]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[κόθημα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κότιλον]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το [[πέος]], το [[αιδοίο]] του άνδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κοτίλιον]]].
|mltxt=[[κότιλον]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το [[πέος]], το [[αιδοίο]] του άνδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κοτίλιον]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 1 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κότιλον Medium diacritics: κότιλον Low diacritics: κότιλον Capitals: ΚΟΤΙΛΟΝ
Transliteration A: kótilon Transliteration B: kotilon Transliteration C: kotilon Beta Code: ko/tilon

English (LSJ)

ἀνδρὸς αἰδοῖον, Hsch. s.v. κόθημα.

Greek Monolingual

κότιλον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) το πέος, το αιδοίο του άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κοτίλιον].