Γόργειος: Difference between revisions

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Gorgeios
|Transliteration B=Gorgeios
|Transliteration C=Gorgeios
|Transliteration C=Gorgeios
|Beta Code=*go/rgeios
|Beta Code=*go/rgeios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">belonging to the Gorgon</b>, Γοργείη κεφαλή <span class="bibl">Il.5.741</span>, <span class="bibl">Od.11.634</span>; <b class="b3">Γόργειον, τό</b>, <b class="b2">a Tragic mask</b>, EM238.46, <span class="bibl">Poll.10.167</span>, etc.</span>
|Definition=α, ον, of or belonging to the [[Gorgon]], Γοργείη [[κεφαλή]] Il.5.741, Od.11.634; [[Γόργειον]], τό, a [[tragic]] [[mask]], EM238.46, Poll.10.167, etc.
}}
{{DGE
|dgtxt=-η, -ον<br /><b class="num">1</b> [[de Gorgo]], [[de Gorgona]], κεφαλή <i>Il</i>.5.741, <i>Od</i>.11.634, Orph.<i>L</i>.539, κάρηνον Hes.<i>Sc</i>.237, Nonn.<i>D</i>.4.391, τύποι A.<i>Eu</i>.49, χαίτη Nonn.<i>D</i>.25.44, ὄμμα Nonn.<i>D</i>.25.81, πλόκαμοι Nonn.<i>D</i>.32.168.<br /><b class="num">2</b> [[de Gorgias]] prob. en juego de palabras c. 1 κεφαλή <i>AP</i> 7.134.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0502.png Seite 502]] und [[Γοργώ]], wie andere davon herkommende adj. S. Nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Gorgô (de Gorgone).<br />'''Étymologie:''' [[Γοργώ]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[Γόργειος]] -α -ον [[Γοργώ]] [[van de Gorgo]].
}}
{{elru
|elrutext='''Γόργειος:''' [[принадлежащий Горгоне]], [[горгонин]] ([[κεφαλή]] Hom.).
}}
{{ls
|lstext='''Γόργειος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Γοργόνα ἢ ἐκ τῆς Γοργόνος εἰλημμένος, Γοργείη καφαλὴ Ἰλ. Ε. 741, Ὀδ. Λ. 634· τὸ Γόργειον (ἐνν. [[πρόσωπον]]), ἡ κεφαλὴ τῆς Μεδούσης, Κικ. π. Ἀττ. 4. 16· παρὰ γραμμ., τραγικόν τι [[προσωπεῖον]].
}}
{{Autenrieth
|auten=of the [[Gorgon]]; [[κεφαλή]], ‘the [[Gorgon]]'s [[head]],’ Il. 5.741, Od. 11.634.
}}
{{grml
|mltxt=[[Γόργειος]], -εία και -είη, -είον (Α) [[Γοργώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη Γοργόνα, στη [[Μέδουσα]] («Γοργείη [[κεφαλή]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Γόργειον</i><br />το [[κεφάλι]] της Μέδουσας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Γόργειος:''' -α, -ον ([[Γοργώ]]), αυτός που ανήκει στη [[Γοργώ]], σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Γοργώ]]<br />of the [[Gorgon]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Γόργειος Medium diacritics: Γόργειος Low diacritics: Γόργειος Capitals: ΓΟΡΓΕΙΟΣ
Transliteration A: Górgeios Transliteration B: Gorgeios Transliteration C: Gorgeios Beta Code: *go/rgeios

English (LSJ)

α, ον, of or belonging to the Gorgon, Γοργείη κεφαλή Il.5.741, Od.11.634; Γόργειον, τό, a tragic mask, EM238.46, Poll.10.167, etc.

Spanish (DGE)

-η, -ον
1 de Gorgo, de Gorgona, κεφαλή Il.5.741, Od.11.634, Orph.L.539, κάρηνον Hes.Sc.237, Nonn.D.4.391, τύποι A.Eu.49, χαίτη Nonn.D.25.44, ὄμμα Nonn.D.25.81, πλόκαμοι Nonn.D.32.168.
2 de Gorgias prob. en juego de palabras c. 1 κεφαλή AP 7.134.

German (Pape)

[Seite 502] und Γοργώ, wie andere davon herkommende adj. S. Nom. pr.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Gorgô (de Gorgone).
Étymologie: Γοργώ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Γόργειος -α -ον Γοργώ van de Gorgo.

Russian (Dvoretsky)

Γόργειος: принадлежащий Горгоне, горгонин (κεφαλή Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

Γόργειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Γοργόνα ἢ ἐκ τῆς Γοργόνος εἰλημμένος, Γοργείη καφαλὴ Ἰλ. Ε. 741, Ὀδ. Λ. 634· τὸ Γόργειον (ἐνν. πρόσωπον), ἡ κεφαλὴ τῆς Μεδούσης, Κικ. π. Ἀττ. 4. 16· παρὰ γραμμ., τραγικόν τι προσωπεῖον.

English (Autenrieth)

of the Gorgon; κεφαλή, ‘the Gorgon's head,’ Il. 5.741, Od. 11.634.

Greek Monolingual

Γόργειος, -εία και -είη, -είον (Α) Γοργώ
1. αυτός που ανήκει στη Γοργόνα, στη Μέδουσα («Γοργείη κεφαλή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το Γόργειον
το κεφάλι της Μέδουσας.

Greek Monotonic

Γόργειος: -α, -ον (Γοργώ), αυτός που ανήκει στη Γοργώ, σε Όμηρ.

Middle Liddell

Γοργώ
of the Gorgon, Hom.