καταπονώ: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και καταπονάω (AM καταπονῶ, | |mltxt=[[καταπονώ]] και [[καταπονάω]] (AM [[καταπονῶ]], [[καταπονέω]], Μ και [[καταπονάω]]) [[κατάπονος]]<br />[[καταβάλλω]] προξενώντας μεγάλο κόπο σε κάποιον, [[κουράζω]], [[εξαντλώ]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[υπερνικώ]], [[υπερισχύω]], [[υπερτερώ]] σε [[δύναμη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωνεύω]] [[τροφή]]<br /><b>2.</b> [[νικώ]], [[κυριεύω]]<br /><b>3.</b> [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[καταπονούμαι]], [[καταπονέομαι]]<br />α) [[φθείρω]], [[περιορίζω]], [[ελαττώνω]]<br />β) [[κακομεταχειρίζομαι]], [[δυναστεύω]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> [[καταπονοῦμαι]], [[καταπονέομαι]]<br />[[ζημιώνομαι]], [[βγαίνω]] [[νικημένος]] σε [[δίκη]]<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[καταπεπονηκώς]], [[καταπεπονηκυῖα]], [[καταπεπονηκός]]<br />[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:22, 3 November 2022
Greek Monolingual
καταπονώ και καταπονάω (AM καταπονῶ, καταπονέω, Μ και καταπονάω) κατάπονος
καταβάλλω προξενώντας μεγάλο κόπο σε κάποιον, κουράζω, εξαντλώ
νεοελλ.-μσν.
υπερνικώ, υπερισχύω, υπερτερώ σε δύναμη
μσν.-αρχ.
1. χωνεύω τροφή
2. νικώ, κυριεύω
3. ταλαιπωρώ, βασανίζω
4. παθ. καταπονούμαι, καταπονέομαι
α) φθείρω, περιορίζω, ελαττώνω
β) κακομεταχειρίζομαι, δυναστεύω
5. μέσ. καταπονοῦμαι, καταπονέομαι
ζημιώνομαι, βγαίνω νικημένος σε δίκη
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπεπονηκώς, καταπεπονηκυῖα, καταπεπονηκός
ολέθριος, καταστρεπτικός.