ματαιώνω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM ματαιῶ, -όω) [[μάταιος]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] μάταιο, ανώφελο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εμποδίζω]] ή [[αναχαιτίζω]] την [[εκτέλεση]] ή την [[πραγματοποίηση]] κάποιας προγραμματισμένης ενέργειας («την τελευταία [[στιγμή]], η άμεση [[αντίδραση]] του λαού ματαίωσε το [[πραξικόπημα]]»)<br /><b>2.</b> [[ακυρώνω]], δεν [[πραγματοποιώ]] [[κάτι]] («αποφάσισα να ματαιώσω την επίσκεψή μου στο [[σπίτι]] της»)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ματαιώνομαι</i><br />εμποδίζεται η εκτέλεσή μου, [[μένω]] [[ανεκτέλεστος]], δεν πραγματοποιούμαι («[[επειδή]] οι ηθοποιοί αρρώστησαν, ματαιώθηκε η [[παράσταση]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ματαιοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br /><b>1.</b> καθίσταμαι [[ανώφελος]] («οὐ ματαιωθήσεται τὰ ῥήματα τῶν λόγων αὐτοῦ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[συμπεριφέρομαι]] ή [[ενεργώ]] απερίσκεπτα, φέρομαι ανόητα<br /><b>3.</b> απατώμαι («ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῑς αὐτῶν»).
|mltxt=(ΑM ματαιῶ, -όω) [[μάταιος]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] μάταιο, ανώφελο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εμποδίζω]] ή [[αναχαιτίζω]] την [[εκτέλεση]] ή την [[πραγματοποίηση]] κάποιας προγραμματισμένης ενέργειας («την τελευταία [[στιγμή]], η άμεση [[αντίδραση]] του λαού ματαίωσε το [[πραξικόπημα]]»)<br /><b>2.</b> [[ακυρώνω]], δεν [[πραγματοποιώ]] [[κάτι]] («αποφάσισα να ματαιώσω την επίσκεψή μου στο [[σπίτι]] της»)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ματαιώνομαι</i><br />εμποδίζεται η εκτέλεσή μου, [[μένω]] [[ανεκτέλεστος]], δεν πραγματοποιούμαι («[[επειδή]] οι ηθοποιοί αρρώστησαν, ματαιώθηκε η [[παράσταση]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ματαιοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br /><b>1.</b> καθίσταμαι [[ανώφελος]] («οὐ ματαιωθήσεται τὰ ῥήματα τῶν λόγων αὐτοῦ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[συμπεριφέρομαι]] ή [[ενεργώ]] απερίσκεπτα, φέρομαι ανόητα<br /><b>3.</b> απατώμαι («ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν»).
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 18 June 2022

Greek Monolingual

(ΑM ματαιῶ, -όω) μάταιος
καθιστώ κάτι μάταιο, ανώφελο
νεοελλ.
1. εμποδίζω ή αναχαιτίζω την εκτέλεση ή την πραγματοποίηση κάποιας προγραμματισμένης ενέργειας («την τελευταία στιγμή, η άμεση αντίδραση του λαού ματαίωσε το πραξικόπημα»)
2. ακυρώνω, δεν πραγματοποιώ κάτι («αποφάσισα να ματαιώσω την επίσκεψή μου στο σπίτι της»)
3. παθ. ματαιώνομαι
εμποδίζεται η εκτέλεσή μου, μένω ανεκτέλεστος, δεν πραγματοποιούμαι («επειδή οι ηθοποιοί αρρώστησαν, ματαιώθηκε η παράσταση»)
μσν.-αρχ.
παθ. ματαιοῦμαι, -όομαι
1. καθίσταμαι ανώφελος («οὐ ματαιωθήσεται τὰ ῥήματα τῶν λόγων αὐτοῦ», ΠΔ)
2. συμπεριφέρομαι ή ενεργώ απερίσκεπτα, φέρομαι ανόητα
3. απατώμαι («ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν»).