κυκεώνας: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κυκεών]], -ῶνος, Α δωρ. τ. [[κυκάν]], -ᾱνος)<br />[[σύμφυρμα]] ανόμοιων πραγμάτων, [[ανακατωσούρα]] («κυκεῶνα ταῖς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῑξαι», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ποτό]] που παρασκευαζόταν [[συνήθως]] με [[ανάμιξη]] οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού, ενώ μερικές φορές περιείχε και [[μέλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] φαρμάκου («κἂν εἰ τύχοιεν ἐν τῷ [[παραχρῆμα]] κυκεῶνα πιόντες», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυκῶ</i> «[[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εών</i><br />ο δωρ. τ. <i>κυκᾶν</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ᾶν</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>άων</i>, με [[συναίρεση]]].
|mltxt=ο (AM [[κυκεών]], -ῶνος, Α δωρ. τ. [[κυκάν]], -ᾱνος)<br />[[σύμφυρμα]] ανόμοιων πραγμάτων, [[ανακατωσούρα]] («κυκεῶνα ταῖς ἀκοαῖς ἡμῶν άναμεῖξαι», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ποτό]] που παρασκευαζόταν [[συνήθως]] με [[ανάμιξη]] οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού, ενώ μερικές φορές περιείχε και [[μέλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] φαρμάκου («κἂν εἰ τύχοιεν ἐν τῷ [[παραχρῆμα]] κυκεῶνα πιόντες», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυκῶ</i> «[[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εών</i><br />ο δωρ. τ. <i>κυκᾶν</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ᾶν</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>άων</i>, με [[συναίρεση]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 6 February 2024

Greek Monolingual

ο (AM κυκεών, -ῶνος, Α δωρ. τ. κυκάν, -ᾱνος)
σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα («κυκεῶνα ταῖς ἀκοαῖς ἡμῶν άναμεῖξαι», Θεοφύλ. Σ.)
μσν.-αρχ.
ποτό που παρασκευαζόταν συνήθως με ανάμιξη οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού, ενώ μερικές φορές περιείχε και μέλι
αρχ.
είδος φαρμάκου («κἂν εἰ τύχοιεν ἐν τῷ παραχρῆμα κυκεῶνα πιόντες», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επίθημα -εών
ο δωρ. τ. κυκᾶν εμφανίζει επίθημα -ᾶν < -άων, με συναίρεση].