πισσώνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πισσῶ, -όω, ΝΑ, αττ. τ. πιττῶ, -όω Α [[πίσσα]]:]<br />[[χρίω]], [[αλείφω]] [[κάτι]] με [[πίσσα]], [[κατραμώνω]] («πισσοῦν
|mltxt=πισσῶ, -όω, ΝΑ, αττ. τ. πιττῶ, -όω Α [[πίσσα]]:]<br />[[χρίω]], [[αλείφω]] [[κάτι]] με [[πίσσα]], [[κατραμώνω]] («πισσοῦν τὰς ὀροφάς», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιχρίω]] ορειχάλκινα αγάλματα με [[πίσσα]] προκειμένου να κατασκευάσω τις μήτρες, τα καλούπια τους, ή [[αλείφω]] με [[πίσσα]] ορειχάλκινα αγάλματα προκειμένου να τά καθαρίσω<br /><b>2.</b> (ως [[συνήθεια]] τών [[γυναικών]] και τών κίναιδων) [[αφαιρώ]] τις [[τρίχες]] της κεφαλής ή του σώματος με [[έμπλαστρο]] από [[πίσσα]] («ἦν τῶν πιττουμένων τὰ σκέλη καὶ τὸ [[σῶμα]] ὅλον», Δήμων).
τὰς ὀροφάς», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιχρίω]] ορειχάλκινα αγάλματα με [[πίσσα]] προκειμένου να κατασκευάσω τις μήτρες, τα καλούπια τους, ή [[αλείφω]] με [[πίσσα]] ορειχάλκινα αγάλματα προκειμένου να τά καθαρίσω<br /><b>2.</b> (ως [[συνήθεια]] τών [[γυναικών]] και τών κίναιδων) [[αφαιρώ]] τις [[τρίχες]] της κεφαλής ή του σώματος με [[έμπλαστρο]] από [[πίσσα]] («ἦν τῶν πιττουμένων τὰ σκέλη καὶ τὸ [[σῶμα]] ὅλον», Δήμων).
}}
}}

Latest revision as of 16:09, 27 March 2021

Greek Monolingual

πισσῶ, -όω, ΝΑ, αττ. τ. πιττῶ, -όω Α πίσσα:]
χρίω, αλείφω κάτι με πίσσα, κατραμώνω («πισσοῦν τὰς ὀροφάς», επιγρ.)
αρχ.
1. επιχρίω ορειχάλκινα αγάλματα με πίσσα προκειμένου να κατασκευάσω τις μήτρες, τα καλούπια τους, ή αλείφω με πίσσα ορειχάλκινα αγάλματα προκειμένου να τά καθαρίσω
2. (ως συνήθεια τών γυναικών και τών κίναιδων) αφαιρώ τις τρίχες της κεφαλής ή του σώματος με έμπλαστρο από πίσσα («ἦν τῶν πιττουμένων τὰ σκέλη καὶ τὸ σῶμα ὅλον», Δήμων).