Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πενταπλός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / πενταπλοῡς, -ῆ, -οῦνκαι -όος, -όα, -όον, ΝΑ<br />ο [[πέντε]] φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]] από κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]], [[πενταπλάσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] όμοια μέρη<br /><b>2.</b> αυτός που εμφανίζεται με [[πέντε]] μορφές ή επαναλαμβάνεται [[πέντε]] φορές («πενταπλό οπτικό [[είδωλο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πεντάπλοκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[πενταπλόα]] [[κύλιξ]]» — [[αγγείο]] που περιείχε [[πέντε]] ειδών συστατικά, όπως [[κρασί]], [[μέλι]], [[τυρί]] [[αλεύρι]] και [[λάδι]], και το οποίο δινόταν ως [[βραβείο]] σε εφήβους νικητές σε αγώνα δρόμου [[κατά]] την [[εορτή]] τών [[Σκίρων]], τών Οσχοφορίων κ.ά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενταπλώς</i><br />με [[πέντε]] τρόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλός]]].
|mltxt=-ή, -ό / πενταπλοῦς, -ῆ, -οῦν και -όος, -όα, -όον, ΝΑ<br />ο [[πέντε]] φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]] από κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]], [[πενταπλάσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] όμοια μέρη<br /><b>2.</b> αυτός που εμφανίζεται με [[πέντε]] μορφές ή επαναλαμβάνεται [[πέντε]] φορές («πενταπλό οπτικό [[είδωλο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πεντάπλοκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[πενταπλόα]] [[κύλιξ]]» — [[αγγείο]] που περιείχε [[πέντε]] ειδών συστατικά, όπως [[κρασί]], [[μέλι]], [[τυρί]] [[αλεύρι]] και [[λάδι]], και το οποίο δινόταν ως [[βραβείο]] σε εφήβους νικητές σε αγώνα δρόμου [[κατά]] την [[εορτή]] τών [[Σκίρων]], τών Οσχοφορίων κ.ά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενταπλώς</i><br />με [[πέντε]] τρόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλός]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ή, -ό / πενταπλοῦς, -ῆ, -οῦν και -όος, -όα, -όον, ΝΑ
ο πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον ή κάτι άλλο, πενταπλάσιος
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από πέντε όμοια μέρη
2. αυτός που εμφανίζεται με πέντε μορφές ή επαναλαμβάνεται πέντε φορές («πενταπλό οπτικό είδωλο»)
αρχ.
1. ο πεντάπλοκος
2. φρ. «ἡ πενταπλόα κύλιξ» — αγγείο που περιείχε πέντε ειδών συστατικά, όπως κρασί, μέλι, τυρί αλεύρι και λάδι, και το οποίο δινόταν ως βραβείο σε εφήβους νικητές σε αγώνα δρόμου κατά την εορτή τών Σκίρων, τών Οσχοφορίων κ.ά.
επίρρ...
πενταπλώς
με πέντε τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πλός].