διάφυσις: Difference between revisions
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diafysis | |Transliteration C=diafysis | ||
|Beta Code=dia/fusis | |Beta Code=dia/fusis | ||
|Definition=εως, ἡ, (διαφύω) <span class=" | |Definition=-εως, ἡ, ([[διαφύω]])<br><span class="bld">A</span> [[germination]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 8.1.6.<br><span class="bld">II</span> [[division]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''495b9(pl.), Hp.''Mochl.''1 (pl.); [[partition]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 562a26, Hp.''de Arte''10; [[crack]], [[crevice]] in rocks, Ph.''Bel.''102.21 (pl.); [[gorge]], Ph.2.117 (pl.); [[point]] or [[line of separation between]] the stalk and branch, Hp.''Oct.''12.<br><span class="bld">III</span> [[spinous process of the tibia]], Id.''Fract.'' 12, Gal.18(2).475. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [jón. sg. gen. διαφύσιος Hp.<i>Mochl</i>.1, plu. ac. διαφύσιας Hp.<i>Mochl</i>.1]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[punto de unión]] οἱ καρποὶ ἁδρυνόμενοι ἀποκρίνονταί τε καὶ ἀποπίπτουσι κατὰ τὴν διάφυσιν Hp.<i>Oct</i>.3<br /><b class="num">•</b>anat. [[diáfisis de los huesos]] καὶ ἡ ἐπίφυσις διάφυσιν (ἔχει) Hp.<i>Fract</i>.12, αἱ διαφύσιες τῶν σπονδύλων Hp.<i>Mochl</i>.1, cf. Erot.31.16, τὴν ἐν τῷ μέσῳ γεννωμένην ὑπεροχὴν νευροχονδρώδη διάφυσιν εἰπών Gal.18(2).475, cf. 2.350, 3.322.<br /><b class="num">2</b> [[intersticio]], [[cavidad]] διαφύσεις ἔχει χονδρώδεις εἰς ὀξὺ συνηκούσας Arist.<i>HA</i> 495<sup>b</sup>9, διαφύσεις δ' [[ἔνδοθεν]] ἔχει δι' ὅλου διειλημμένας ὁμοίας τοῖς κηρίοις Thphr.<i>HP</i> 4.8.7, στῆθος ... διαφύσιας ἔχον πλαγίας, ᾗ πλευραὶ προσήρτηνται Hp.<i>Mochl</i>.1, κενόν ἐστιν πολλῶν διαφυσίων μεστόν Hp.<i>de Arte</i> 10, de un tendón, Gal.2.496, διαφύσεις σπέρματος λαμβάνει τὸ σπέρμα <i>Theol.Ar</i>.40.<br /><b class="num">3</b> [[hendidura]], [[corte]], [[separación]] ἔχει ... ὁ ἰχθὺς οὗτος ... διάφυσιν ὑπὸ τὴν γαστέρα Arist.<i>HA</i> 567<sup>b</sup>24, cf. 562<sup>a</sup>26, Sor.69.27.<br /><b class="num">4</b> bot. [[germen]], [[brote de la semilla]] ἀναβλαστήσεις καὶ διαφύσεις Thphr.<i>HP</i> 8.1.6.<br /><b class="num">II</b> de materiales como piedra, madera, tierra<br /><b class="num">1</b> [[filón]] ὑπονόμους δὲ διακόπτοντες ... ὡς ἂν ἡ δ. ᾖ ἀποστιλβούσης πέτρας [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.12<br /><b class="num">•</b>[[vena de la piedra]] διαφύσεις ἔχουσα ἐμφερῶς ὀνυχίτῃ λίθῳ Dsc.5.74<br /><b class="num">•</b>[[veta de la madera]] διὰ τὸ κτηδόνας λέγεσθαι τῶν ξυλῶν τὰς γραμματοειδεῖς διαφύσεις Sch.Er.<i>Il</i>.21.169b, cf. Eust.1229.43.<br /><b class="num">2</b> [[fisura]], [[grieta]], [[hendidura]] (τῶν πετρῶν) Ph.<i>Mech</i>.102.21, τὰς ἀφανεῖς ἐνίκμους διαφύσεις εἰς ἅπασαν τὴν ἀρετῶσαν (γῆν) ... ἀπέτεινε Ph.1.8, cf. 2.117, ὑπερρηγμένος ταῖς διαφύσεσι de talco o mica en estado nativo, Basil.<i>Hex</i>.3.4 (p.208). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάφῠσις''': -εως, ἡ, (διαφύω) τὸ διὰ μέσου φύεσθαι, τὸ πρῶτον [[ἄνοιγμα]] τοῦ βλαστοῦ, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 1, 6. ΙΙ. = διαφυὴ Ι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 16, 13., 6. 3, 18, κλτ.· τὸ [[μέρος]], [[ἔνθα]] συνάπτεται μετὰ τοῦ κλάδου ὁ ποδίσκος τοῦ καρποῦ, Ἱππ. 259. 29. | |lstext='''διάφῠσις''': -εως, ἡ, (διαφύω) τὸ διὰ μέσου φύεσθαι, τὸ πρῶτον [[ἄνοιγμα]] τοῦ βλαστοῦ, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 1, 6. ΙΙ. = διαφυὴ Ι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 16, 13., 6. 3, 18, κλτ.· τὸ [[μέρος]], [[ἔνθα]] συνάπτεται μετὰ τοῦ κλάδου ὁ ποδίσκος τοῦ καρποῦ, Ἱππ. 259. 29. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διάφῠσις:''' εως ἡ Arst. = [[διαφυή]]. | |elrutext='''διάφῠσις:''' εως ἡ Arst. = [[διαφυή]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>das Durchwachsen, vom [[Durchbrechen]] der [[Keime]]</i>, Theophr.; = [[διαφυή]], Hippocr.; Arist. <i>H.A</i>. 6.3. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:15, 27 March 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, (διαφύω)
A germination, Thphr. HP 8.1.6.
II division, Arist.HA495b9(pl.), Hp.Mochl.1 (pl.); partition, Arist.HA 562a26, Hp.de Arte10; crack, crevice in rocks, Ph.Bel.102.21 (pl.); gorge, Ph.2.117 (pl.); point or line of separation between the stalk and branch, Hp.Oct.12.
III spinous process of the tibia, Id.Fract. 12, Gal.18(2).475.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. sg. gen. διαφύσιος Hp.Mochl.1, plu. ac. διαφύσιας Hp.Mochl.1]
I 1punto de unión οἱ καρποὶ ἁδρυνόμενοι ἀποκρίνονταί τε καὶ ἀποπίπτουσι κατὰ τὴν διάφυσιν Hp.Oct.3
•anat. diáfisis de los huesos καὶ ἡ ἐπίφυσις διάφυσιν (ἔχει) Hp.Fract.12, αἱ διαφύσιες τῶν σπονδύλων Hp.Mochl.1, cf. Erot.31.16, τὴν ἐν τῷ μέσῳ γεννωμένην ὑπεροχὴν νευροχονδρώδη διάφυσιν εἰπών Gal.18(2).475, cf. 2.350, 3.322.
2 intersticio, cavidad διαφύσεις ἔχει χονδρώδεις εἰς ὀξὺ συνηκούσας Arist.HA 495b9, διαφύσεις δ' ἔνδοθεν ἔχει δι' ὅλου διειλημμένας ὁμοίας τοῖς κηρίοις Thphr.HP 4.8.7, στῆθος ... διαφύσιας ἔχον πλαγίας, ᾗ πλευραὶ προσήρτηνται Hp.Mochl.1, κενόν ἐστιν πολλῶν διαφυσίων μεστόν Hp.de Arte 10, de un tendón, Gal.2.496, διαφύσεις σπέρματος λαμβάνει τὸ σπέρμα Theol.Ar.40.
3 hendidura, corte, separación ἔχει ... ὁ ἰχθὺς οὗτος ... διάφυσιν ὑπὸ τὴν γαστέρα Arist.HA 567b24, cf. 562a26, Sor.69.27.
4 bot. germen, brote de la semilla ἀναβλαστήσεις καὶ διαφύσεις Thphr.HP 8.1.6.
II de materiales como piedra, madera, tierra
1 filón ὑπονόμους δὲ διακόπτοντες ... ὡς ἂν ἡ δ. ᾖ ἀποστιλβούσης πέτρας D.S.3.12
•vena de la piedra διαφύσεις ἔχουσα ἐμφερῶς ὀνυχίτῃ λίθῳ Dsc.5.74
•veta de la madera διὰ τὸ κτηδόνας λέγεσθαι τῶν ξυλῶν τὰς γραμματοειδεῖς διαφύσεις Sch.Er.Il.21.169b, cf. Eust.1229.43.
2 fisura, grieta, hendidura (τῶν πετρῶν) Ph.Mech.102.21, τὰς ἀφανεῖς ἐνίκμους διαφύσεις εἰς ἅπασαν τὴν ἀρετῶσαν (γῆν) ... ἀπέτεινε Ph.1.8, cf. 2.117, ὑπερρηγμένος ταῖς διαφύσεσι de talco o mica en estado nativo, Basil.Hex.3.4 (p.208).
Greek (Liddell-Scott)
διάφῠσις: -εως, ἡ, (διαφύω) τὸ διὰ μέσου φύεσθαι, τὸ πρῶτον ἄνοιγμα τοῦ βλαστοῦ, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 1, 6. ΙΙ. = διαφυὴ Ι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 16, 13., 6. 3, 18, κλτ.· τὸ μέρος, ἔνθα συνάπτεται μετὰ τοῦ κλάδου ὁ ποδίσκος τοῦ καρποῦ, Ἱππ. 259. 29.
Russian (Dvoretsky)
διάφῠσις: εως ἡ Arst. = διαφυή.
German (Pape)
ἡ, das Durchwachsen, vom Durchbrechen der Keime, Theophr.; = διαφυή, Hippocr.; Arist. H.A. 6.3.