διασκεδασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diaskedasmos
|Transliteration C=diaskedasmos
|Beta Code=diaskedasmo/s
|Beta Code=diaskedasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[scattering]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[φαραά]].</span>
|Definition=ὁ, [[scattering]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[φαραά]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[dispersión]] Eus.<i>Is</i>.6.12, M.23.684C<br /><b class="num">•</b>[[eliminación]], [[acción de disipar]] ὁμονοίας Ephr.Syr.1.11E.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] ὁ, Zerstreuung, LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] ὁ, [[Zerstreuung]], LXX.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διασκεδασμός''': ὁ, [[διασκορπισμός]], [[διασπορά]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[φαραά]]· ‒ [[διασκεδαστής]], οῦ, ὁ, ὁ διασκορπίζων, Φίλων 1. 89· ‒ διασκεδαστικός, ή, όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς διασκόρπισιν ἢ βοηθῶν εἰς τὴν πέψιν, χωνευτικός, Διοσκ. 3. 94., 5. 133· ‒ διασκεδαστός, ή, όν, διεσκορπισμένος, Κλήμ. Ἀλ.
|lstext='''διασκεδασμός''': ὁ, [[διασκορπισμός]], [[διασπορά]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[φαραά]]· ‒ [[διασκεδαστής]], οῦ, ὁ, ὁ διασκορπίζων, Φίλων 1. 89· ‒ [[διασκεδαστικός]], ή, όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς διασκόρπισιν ἢ βοηθῶν εἰς τὴν πέψιν, χωνευτικός, Διοσκ. 3. 94., 5. 133· ‒ διασκεδαστός, ή, όν, διεσκορπισμένος, Κλήμ. Ἀλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[dispersión]] Eus.<i>Is</i>.6.12, M.23.684C<br /><b class="num">•</b>[[eliminación]], [[acción de disipar]] ὁμονοίας Ephr.Syr.1.11E.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διασκεδασμός]])<br /><b>1.</b> [[διασπορά]], [[διασκορπισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(οπτ.)</b> «[[διασκεδασμός]] του φωτός» — [[ανάλυση]] του λευκού φωτός σε ακτινοβολίες άλλων χρωμάτων.
|mltxt=ο (AM [[διασκεδασμός]])<br /><b>1.</b> [[διασπορά]], [[διασκορπισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(οπτ.)</b> «[[διασκεδασμός]] του φωτός» — [[ανάλυση]] του λευκού φωτός σε ακτινοβολίες άλλων χρωμάτων.
}}
}}

Latest revision as of 12:40, 20 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεδασμός Medium diacritics: διασκεδασμός Low diacritics: διασκεδασμός Capitals: ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: diaskedasmós Transliteration B: diaskedasmos Transliteration C: diaskedasmos Beta Code: diaskedasmo/s

English (LSJ)

ὁ, scattering, Hsch. s.v. φαραά.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
dispersión Eus.Is.6.12, M.23.684C
eliminación, acción de disipar ὁμονοίας Ephr.Syr.1.11E.

German (Pape)

[Seite 602] ὁ, Zerstreuung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

διασκεδασμός: ὁ, διασκορπισμός, διασπορά, Ἡσύχ. ἐν λ. φαραά· ‒ διασκεδαστής, οῦ, ὁ, ὁ διασκορπίζων, Φίλων 1. 89· ‒ διασκεδαστικός, ή, όν, ἐπιτήδειος εἰς διασκόρπισιν ἢ βοηθῶν εἰς τὴν πέψιν, χωνευτικός, Διοσκ. 3. 94., 5. 133· ‒ διασκεδαστός, ή, όν, διεσκορπισμένος, Κλήμ. Ἀλ.

Greek Monolingual

ο (AM διασκεδασμός)
1. διασπορά, διασκορπισμός
νεοελλ.
(οπτ.) «διασκεδασμός του φωτός» — ανάλυση του λευκού φωτός σε ακτινοβολίες άλλων χρωμάτων.