por separado: Difference between revisions
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀπόκριτος]], [[διαιρέω]], [[διακεκριμένως]], [[διάληψις]], [[αὐτοτελῶς]], [[διακριδόν]], [[δίχα]], [[διαμφίς]], [[ἀπεσχισμένως]], [[ἀποκεχωρισμένως]], [[διευκρινισμένως]], [[ἀφωρισμένως]], [[διασταδόν]], [[διευκρινημένως]], [[ἀναμέρος]], [[διῃρημένως]], [[διακεχωρισμένως]], [[ἀπεσχοινισμένως]], [[ἔκτακτος]], [[ἀνδρακάς]] | |sltx=[[ἀπόκριτος]], [[διαιρέω]], [[διακεκριμένως]], [[διάληψις]], [[αὐτοτελῶς]], [[διακριδόν]], [[δίχα]], [[διαμφίς]], [[ἀπεσχισμένως]], [[ἀποκεχωρισμένως]], [[διευκρινισμένως]], [[ἀφωρισμένως]], [[διασταδόν]], [[διευκρινημένως]], [[ἀναμέρος]], [[διῃρημένως]], [[διακεχωρισμένως]], [[ἀπεσχοινισμένως]], [[ἔκτακτος]], [[ἐκτάκτως]], [[ἀνδρακάς]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:53, 30 January 2024
Spanish > Greek
ἀπόκριτος, διαιρέω, διακεκριμένως, διάληψις, αὐτοτελῶς, διακριδόν, δίχα, διαμφίς, ἀπεσχισμένως, ἀποκεχωρισμένως, διευκρινισμένως, ἀφωρισμένως, διασταδόν, διευκρινημένως, ἀναμέρος, διῃρημένως, διακεχωρισμένως, ἀπεσχοινισμένως, ἔκτακτος, ἐκτάκτως, ἀνδρακάς