Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κραύρος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ")
m (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κραῡρος, -α, -ον, θηλ. και -<i>ος</i> (AM)<br /><b>1.</b> [[ξηρός]] («τὸ δὲ ὑπὸ πυρὸς τάχους τὸ νοτερὸν πᾱν ἐξαρπασθὲν καὶ κραυρότερον ἐκείνου ξυστάν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εύθραυστος]], [[εύθρυπτος]]<br /><b>3.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]] («ὑγροτέραν τε γὰρ ἀναγκαῖον αὐτῶν [[εἶναι]] τὴν κίνησιν, [[ὥστε]] δεῖ καὶ τὴν τῶν ἐρεισμάτων μὴ κραῡρον [[εἶναι]], ἀλλὰ μαλακωτέραν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ὁ κραῡρος</i> και <i>ἡ κραῡρα</i><br />α) εμπύρετη [[ασθένεια]] τών βοδιών και τών χοίρων<br />β) <b>το θηλ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ασθένεια]] τών [[μελισσών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=κραῡρος, -α, -ον, θηλ. και -<i>ος</i> (AM)<br /><b>1.</b> [[ξηρός]] («τὸ δὲ ὑπὸ πυρὸς τάχους τὸ νοτερὸν πᾶν ἐξαρπασθὲν καὶ κραυρότερον ἐκείνου ξυστάν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εύθραυστος]], [[εύθρυπτος]]<br /><b>3.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]] («ὑγροτέραν τε γὰρ ἀναγκαῖον αὐτῶν [[εἶναι]] τὴν κίνησιν, [[ὥστε]] δεῖ καὶ τὴν τῶν ἐρεισμάτων μὴ κραῡρον [[εἶναι]], ἀλλὰ μαλακωτέραν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ὁ κραῡρος</i> και <i>ἡ κραῡρα</i><br />α) εμπύρετη [[ασθένεια]] τών βοδιών και τών χοίρων<br />β) <b>το θηλ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ασθένεια]] τών [[μελισσών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Latest revision as of 19:20, 6 August 2022

Greek Monolingual

κραῡρος, -α, -ον, θηλ. και -ος (AM)
1. ξηρός («τὸ δὲ ὑπὸ πυρὸς τάχους τὸ νοτερὸν πᾶν ἐξαρπασθὲν καὶ κραυρότερον ἐκείνου ξυστάν», Πλάτ.)
2. εύθραυστος, εύθρυπτος
3. σκληρός, τραχύς («ὑγροτέραν τε γὰρ ἀναγκαῖον αὐτῶν εἶναι τὴν κίνησιν, ὥστε δεῖ καὶ τὴν τῶν ἐρεισμάτων μὴ κραῡρον εἶναι, ἀλλὰ μαλακωτέραν», Αριστοτ.)
αρχ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ κραῡρος και ἡ κραῡρα
α) εμπύρετη ασθένεια τών βοδιών και τών χοίρων
β) το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) ασθένεια τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].