δαυχνοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dauxnofo/ros
|Beta Code=dauxnofo/ros
|Definition=v. [[δαφνηφόρος]], cj. in Alcm. 17.
|Definition=v. [[δαφνηφόρος]], cj. in Alcm. 17.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[portador de laurel]] cj. a δ' αχοσχορον como epít. de Apolo, Alcm.48, cf. [[δαφνηφόρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δαυχνοφόρος''': -ον, = [[δαφνηφόρος]], Ἀλκμ. ἀποσπ. 16 (Bgk.)
|lstext='''δαυχνοφόρος''': -ον, = [[δαφνηφόρος]], Ἀλκμ. ἀποσπ. 16 (Bgk.)
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[portador de laurel]] cj. a δ' αχοσχορον como epít. de Apolo, Alcm.48, cf. [[δαφνηφόρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαυχνοφόρος]], -ον (Α)<br />ο [[δαφνοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαύχνα]], [[παράλληλος]] τ. του [[δάφνη]] που απαντά μόνο σε [[σύνθετα]], <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] ([[πρβλ]]. [[Δαυχναφόριος]])].
|mltxt=[[δαυχνοφόρος]], -ον (Α)<br />ο [[δαφνοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαύχνα]], [[παράλληλος]] τ. του [[δάφνη]] που απαντά μόνο σε [[σύνθετα]], <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] ([[πρβλ]]. [[Δαυχναφόριος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαυχνοφόρος Medium diacritics: δαυχνοφόρος Low diacritics: δαυχνοφόρος Capitals: ΔΑΥΧΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dauchnophóros Transliteration B: dauchnophoros Transliteration C: dafchnoforos Beta Code: dauxnofo/ros

English (LSJ)

v. δαφνηφόρος, cj. in Alcm. 17.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ portador de laurel cj. a δ' αχοσχορον como epít. de Apolo, Alcm.48, cf. δαφνηφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

δαυχνοφόρος: -ον, = δαφνηφόρος, Ἀλκμ. ἀποσπ. 16 (Bgk.)

Greek Monolingual

δαυχνοφόρος, -ον (Α)
ο δαφνοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαύχνα, παράλληλος τ. του δάφνη που απαντά μόνο σε σύνθετα, + -φορος < φέρω (πρβλ. Δαυχναφόριος)].