ετερόφυλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόφυλος]], -ον)<br />αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[φύλο]], ο [[αλλόφυλος]], ο [[αλλοεθνής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει σε [[είδος]] του οποίου το άρρεν εμφανίζει [[διάπλαση]] διαφορετική από αυτήν του θήλεος, αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[είδος]], ο [[ανόμοιος]], ο [[ετεροειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλο]]), [[πρβλ]]. <i>αλλό</i>-<i>φυλος</i>, <i>ομό</i>-<i>φυλος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόφυλος]], -ον)<br />αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[φύλο]], ο [[αλλόφυλος]], ο [[αλλοεθνής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει σε [[είδος]] του οποίου το άρρεν εμφανίζει [[διάπλαση]] διαφορετική από αυτήν του θήλεος, αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[είδος]], ο [[ανόμοιος]], ο [[ετεροειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλο]]), [[πρβλ]]. [[αλλόφυλος]], [[ομόφυλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:36, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόφυλος, -ον)
αυτός που ανήκει σε άλλο φύλο, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής
μσν.- νεοελλ.
βιολ. αυτός που ανήκει σε είδος του οποίου το άρρεν εμφανίζει διάπλαση διαφορετική από αυτήν του θήλεος, αυτός που ανήκει σε άλλο είδος, ο ανόμοιος, ο ετεροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φυλος (< φύλο), πρβλ. αλλόφυλος, ομόφυλος].