ετερομερής: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἑτερομερής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο [[ανομοιομερής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερομερή</i><br />α) [[άνθη]] τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα<br />β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε [[ομάδα]] κολεοπτέρων τών οποίων τα πόδια αποτελούνται από διαφορετικό αριθμό αρθρικών μελών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[μονόπλευρος]] («εἰ δὲ καὶ τὸ ἓv τούτων ἐνδυναστεύει κατὰ τὸν βίον, [[ἑτερομερής]] τε καὶ ἑτεροκλινὴς γίνεται ὁ [[βίος]]», <b>Στοβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερομερές</i><br />ο [[χωρισμός]] («τὸ γὰρ ἑτερομερὲς εὐθὺς ὑποκειμένου παραλλαγὴν εἰσάγειν», <b>Στοβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (Α [[ἑτερομερής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο [[ανομοιομερής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερομερή</i><br />α) [[άνθη]] τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα<br />β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε [[ομάδα]] κολεοπτέρων τών οποίων τα πόδια αποτελούνται από διαφορετικό αριθμό αρθρικών μελών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[μονόπλευρος]] («εἰ δὲ καὶ τὸ ἓv τούτων ἐνδυναστεύει κατὰ τὸν βίον, [[ἑτερομερής]] τε καὶ ἑτεροκλινὴς γίνεται ὁ [[βίος]]», <b>Στοβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερομερές</i><br />ο [[χωρισμός]] («τὸ γὰρ ἑτερομερὲς εὐθὺς ὑποκειμένου παραλλαγὴν εἰσάγειν», <b>Στοβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. [[πολυμερής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:45, 8 May 2023
Greek Monolingual
-ές (Α ἑτερομερής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή
α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα
β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε ομάδα κολεοπτέρων τών οποίων τα πόδια αποτελούνται από διαφορετικό αριθμό αρθρικών μελών
αρχ.
1. αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος, ο μονόπλευρος («εἰ δὲ καὶ τὸ ἓv τούτων ἐνδυναστεύει κατὰ τὸν βίον, ἑτερομερής τε καὶ ἑτεροκλινὴς γίνεται ὁ βίος», Στοβ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερομερές
ο χωρισμός («τὸ γὰρ ἑτερομερὲς εὐθὺς ὑποκειμένου παραλλαγὴν εἰσάγειν», Στοβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πολυμερής].