ετοιμοτρεπής: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμοτρεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε [[κάτι]] («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>τρεπής</i>].
|mltxt=[[ἑτοιμοτρεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε [[κάτι]] («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), [[πρβλ]]. [[ευτρεπής]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

ἑτοιμοτρεπής, -ές (Α)
αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε κάτι («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -τρεπής (< τρέπω), πρβλ. ευτρεπής].