εύθετος: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔθετος]], -ον)<br /><b>1.</b> σωστά τοποθετημένος, στη σωστή [[θέση]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[κατάλληλος]], αυτός που παρέχει [[ευκαιρία]] για [[κάτι]]<br />(α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους»)<br /><b>2.</b> προσαρμοσμένος καλά, [[έτοιμος]] να χρησιμοποιηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εύκολος]], [[βολικός]] ή τακτοποιημένος ώστε να τοποθετηθεί [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[άξιος]], [[ικανός]] για [[κάτι]] («ἐργάτας εὐθέτους»)<br /><b>3.</b> [[ευπρόσδεκτος]] «[[εὔθετος]] εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῡ», ΚΔ<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εὔθετόν ἐστι» — [[είναι]] βολικό, επίκαιρο να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐθέτως</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> σε καλή [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλα]], ευάρμοστα («[[πρός]] γαληνότατον όρμον [[ευθέτως]] κατήντησας»)<br /><b>3.</b> με [[ευχέρεια]], [[γρήγορα]] («εὐθέτως τε τοῦτο ποιοῡμεν», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θετός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>θε</i>- και θ. <i>θη</i>- ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ε</i>-<i>θέ</i>-<i>μην</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔθετος]], -ον)<br /><b>1.</b> σωστά τοποθετημένος, στη σωστή [[θέση]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[κατάλληλος]], αυτός που παρέχει [[ευκαιρία]] για [[κάτι]]<br />(α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους»)<br /><b>2.</b> προσαρμοσμένος καλά, [[έτοιμος]] να χρησιμοποιηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εύκολος]], [[βολικός]] ή τακτοποιημένος ώστε να τοποθετηθεί [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[άξιος]], [[ικανός]] για [[κάτι]] («ἐργάτας εὐθέτους»)<br /><b>3.</b> [[ευπρόσδεκτος]] «[[εὔθετος]] εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ», ΚΔ<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εὔθετόν ἐστι» — [[είναι]] βολικό, επίκαιρο να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐθέτως</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> σε καλή [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλα]], ευάρμοστα («[[πρός]] γαληνότατον όρμον [[ευθέτως]] κατήντησας»)<br /><b>3.</b> με [[ευχέρεια]], [[γρήγορα]] («εὐθέτως τε τοῦτο ποιοῦμεν», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θετός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>θε</i>- και θ. <i>θη</i>- ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ε</i>-<i>θέ</i>-<i>μην</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 13 June 2022

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔθετος, -ον)
1. σωστά τοποθετημένος, στη σωστή θέση
2. (για χρόνο) κατάλληλος, αυτός που παρέχει ευκαιρία για κάτι
(α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν»)
μσν.-αρχ.
1. κατάλληλος («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους»)
2. προσαρμοσμένος καλά, έτοιμος να χρησιμοποιηθεί
αρχ.
1. εύκολος, βολικός ή τακτοποιημένος ώστε να τοποθετηθεί κάπου
2. άξιος, ικανός για κάτι («ἐργάτας εὐθέτους»)
3. ευπρόσδεκτος «εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ», ΚΔ
4. φρ. «εὔθετόν ἐστι» — είναι βολικό, επίκαιρο να...
επίρρ...
εὐθέτως (ΑΜ)
1. σε καλή κατάσταση
2. κατάλληλα, ευάρμοστα («πρός γαληνότατον όρμον ευθέτως κατήντησας»)
3. με ευχέρεια, γρήγορα («εὐθέτως τε τοῦτο ποιοῦμεν», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θετός (< τίθημι), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα θε- και θ. θη- (πρβλ. αόρ. ε-θέ-μην)].