ηχόπους: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $2$4, $7$9")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠχόπους]], -ουν (Μ)<br />αυτός που παράγει ήχο, κρότο με την [[κρούση]] τών ποδών («ἵπποι ἠχόποδες», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]), [[πρβλ]]. [[λεπτό]]-[[πους]], <i>χρυσό</i>-[[πους]]].
|mltxt=[[ἠχόπους]], -ουν (Μ)<br />αυτός που παράγει ήχο, κρότο με την [[κρούση]] τών ποδών («ἵπποι ἠχόποδες», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]), [[πρβλ]]. [[λεπτόπους]], [[χρυσόπους]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:47, 9 September 2024

Greek Monolingual

ἠχόπους, -ουν (Μ)
αυτός που παράγει ήχο, κρότο με την κρούση τών ποδών («ἵπποι ἠχόποδες», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -πους (< πους), πρβλ. λεπτόπους, χρυσόπους].