ιτιά: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ετιά]], η (ΑΜ [[ἰτέα]], Μ και ἐτέα και ἐτιά και ἰτιά, Α ιων. τ. ἰτέη και ἰτείη)<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] ειδών του γένους [[φυτών]] Σάλιξ<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασπίδα]] πλεγμένη από κλάδους ιτιάς και καλυμμένη με γύψο, [[δέρμα]] βοδιού ή χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[ἰτέα]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fιτ</i>-<i>έα</i><br />το <i>F</i> επιβεβαιώνεται από τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>γιτέα</i>- [[ἰτέα]] και από τον Όμηρο. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>w</i><i>ī</i> της ΙΕ ρίζας <i>wei</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]» και συνδέεται με λιθουαν. <i>vytas</i> «πλεγμένη», αρχ. ινδ. <i>v</i><i>ī</i><i>ta</i>-με μακρό <i>ī</i> όπως και στον τ. [[ἰτέα]]. Η λ. συνδέεται [[επίσης]] με τον τ. [[ἴτυς]]<br />Ο τ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>έα</i>, που [[είναι]] πολύ εύχρηστο και σύνηθες σε ονομασίες δέντρων, [[φυτών]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=και [[ετιά]], η (ΑΜ [[ἰτέα]], Μ και ἐτέα και ἐτιά και ἰτιά, Α ιων. τ. ἰτέη και ἰτείη)<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] ειδών του γένους [[φυτών]] Σάλιξ<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασπίδα]] πλεγμένη από κλάδους ιτιάς και καλυμμένη με γύψο, [[δέρμα]] βοδιού ή χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[ἰτέα]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fιτ</i>-<i>έα</i><br />το <i>F</i> επιβεβαιώνεται από τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>γιτέα</i>- [[ἰτέα]] και από τον Όμηρο. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>w</i><i>ī</i> της ΙΕ ρίζας <i>wei</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]» και συνδέεται με λιθουαν. <i>vytas</i> «πλεγμένη», αρχ. ινδ. <i>v</i><i>ī</i><i>ta</i>-με μακρό <i>ī</i> όπως και στον τ. [[ἰτέα]]. Η λ. συνδέεται [[επίσης]] με τον τ. [[ἴτυς]]<br />Ο τ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>έα</i>, που [[είναι]] πολύ εύχρηστο και σύνηθες σε ονομασίες δέντρων, [[φυτών]] ([[πρβλ]]. [[μηλέα]], [[πτελέα]], [[συκέη]]). Ο νεοελλ. τ. [[ιτιά]] <span style="color: red;"><</span> [[ἰτέα]], με [[συνίζηση]] του <i>ε</i> ([[πρβλ]]. [[εννιά]] <span style="color: red;"><</span> [[εννέα]], [[μηλιά]] <span style="color: red;"><</span> [[μηλέα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ετιά, η (ΑΜ ἰτέα, Μ και ἐτέα και ἐτιά και ἰτιά, Α ιων. τ. ἰτέη και ἰτείη)
κοινή ονομασία ειδών του γένους φυτών Σάλιξ
αρχ.
ασπίδα πλεγμένη από κλάδους ιτιάς και καλυμμένη με γύψο, δέρμα βοδιού ή χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἰτέα < Fιτ-έα
το F επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησύχ. γιτέα- ἰτέα και από τον Όμηρο. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα wī της ΙΕ ρίζας wei- «στρέφω, κάμπτω» και συνδέεται με λιθουαν. vytas «πλεγμένη», αρχ. ινδ. vīta-με μακρό ī όπως και στον τ. ἰτέα. Η λ. συνδέεται επίσης με τον τ. ἴτυς
Ο τ. εμφανίζει επίθημα -έα, που είναι πολύ εύχρηστο και σύνηθες σε ονομασίες δέντρων, φυτών (πρβλ. μηλέα, πτελέα, συκέη). Ο νεοελλ. τ. ιτιά < ἰτέα, με συνίζηση του ε (πρβλ. εννιά < εννέα, μηλιά < μηλέα)].