καινουργής: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kainourgis
|Transliteration C=kainourgis
|Beta Code=kainourgh/s
|Beta Code=kainourgh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[newly made]], [[τρίποδες]] Sch.<span class="bibl">Il.9.122</span>.</span>
|Definition=καινουργές, [[newly made]], [[τρίποδες]] Sch.Il.9.122.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[καινουργής]], -ές)<br /><b>1.</b> πρόσφατα κατασκευασμένος, [[αμεταχείριστος]], [[καινούργιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από [[καινουργής]]» — εξ αρχής, εκ νέου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καινο</i>-<i>Fεργής</i> με σίγηση του <i>F</i> και [[συναίρεση]] <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)[[ἔργον]]), [[πρβλ]]. <i>αληθ</i>-<i>ουργής</i>, <i>νε</i>-<i>ουργής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[καινουργής]], -ές)<br /><b>1.</b> πρόσφατα κατασκευασμένος, [[αμεταχείριστος]], [[καινούργιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από [[καινουργής]]» — εξ αρχής, εκ νέου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καινο</i>-<i>Fεργής</i> με σίγηση του <i>F</i> και [[συναίρεση]] <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)[[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[αληθουργής]], [[νεουργής]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινουργής Medium diacritics: καινουργής Low diacritics: καινουργής Capitals: ΚΑΙΝΟΥΡΓΗΣ
Transliteration A: kainourgḗs Transliteration B: kainourgēs Transliteration C: kainourgis Beta Code: kainourgh/s

English (LSJ)

καινουργές, newly made, τρίποδες Sch.Il.9.122.

German (Pape)

[Seite 1295] ές, neu gemacht, Schol. Il. 9, 122, Erkl. von ἄπυροι τρίποδες.

Greek (Liddell-Scott)

καινουργής: -ές, καινούργιος, ἀμεταχείριστος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 122.

Greek Monolingual

-ές (Α καινουργής, -ές)
1. πρόσφατα κατασκευασμένος, αμεταχείριστος, καινούργιος
2. φρ. «από καινουργής» — εξ αρχής, εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινο-Fεργής με σίγηση του F και συναίρεση < καινός + -(F)εργής (< (F)ἔργον), πρβλ. αληθουργής, νεουργής].