καταστηματάρχης: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />ο [[ιδιοκτήτης]] ή [[διευθυντής]] εμπορικού καταστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατάστημα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. <i>γυμνασι</i>-<i>άρχης</i>, <i>τελετ</i>-<i>άρχης</i>].
|mltxt=ο<br />ο [[ιδιοκτήτης]] ή [[διευθυντής]] εμπορικού καταστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατάστημα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. [[γυμνασιάρχης]], [[τελετάρχης]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής εμπορικού καταστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστημα, -τος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασιάρχης, τελετάρχης].