κοινοπάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινοπάτωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει τον ίδιο [[πατέρα]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοπάτριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), [[πρβλ]]. <i>φιλο</i>-[[πάτωρ]], <i>ψευδο</i>-[[πάτωρ]].
|mltxt=[[κοινοπάτωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει τον ίδιο [[πατέρα]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοπάτριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), [[πρβλ]]. [[φιλοπάτωρ]], [[ψευδοπάτωρ]].
}}
}}

Latest revision as of 07:51, 24 August 2021

Greek Monolingual

κοινοπάτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, ομοπάτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. φιλοπάτωρ, ψευδοπάτωρ.