κοριός: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κορέος]], ο (Μ [[κοριός]] και κουρεός και κορεός) νυκτόβιο και ενοχλητικό [[έντομο]] με πεπλατυσμένο [[σώμα]], το οποίο αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]] και ανήκει στην [[τάξη]] ημίπτερα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικροσυσκευή που χρησιμοποιείται για τηλεφωνικές υποκλοπές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θα πιάσουμε κοριούς»<br />(ως [[έκφραση]] δυσφορίας) είμαστε ανυπόφορα στριμωγμένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κοριός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κορεός</i> (με [[συνίζηση]]) <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[κόρις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εός</i> ([[πρβλ]]. <i>αδελφ</i>-<i>εός</i>, <i>εριν</i>-<i>εός</i>). Ο τ. [[κορέος]] [[επίσης]] <span style="color: red;"><</span> <i>κορεός</i> με αναβιβασμό του τόνου].
|mltxt=και [[κορέος]], ο (Μ [[κοριός]] και κουρεός και κορεός) νυκτόβιο και ενοχλητικό [[έντομο]] με πεπλατυσμένο [[σώμα]], το οποίο αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]] και ανήκει στην [[τάξη]] ημίπτερα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικροσυσκευή που χρησιμοποιείται για τηλεφωνικές υποκλοπές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θα πιάσουμε κοριούς»<br />(ως [[έκφραση]] δυσφορίας) είμαστε ανυπόφορα στριμωγμένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κοριός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κορεός</i> (με [[συνίζηση]]) <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[κόρις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εός</i> ([[πρβλ]]. [[αδελφεός]], [[ερινεός]]). Ο τ. [[κορέος]] [[επίσης]] <span style="color: red;"><</span> <i>κορεός</i> με αναβιβασμό του τόνου].
}}
}}

Latest revision as of 18:48, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κορέος, ο (Μ κοριός και κουρεός και κορεός) νυκτόβιο και ενοχλητικό έντομο με πεπλατυσμένο σώμα, το οποίο αναδίδει δυσάρεστη οσμή και ανήκει στην τάξη ημίπτερα
νεοελλ.
1. μικροσυσκευή που χρησιμοποιείται για τηλεφωνικές υποκλοπές
2. φρ. «θα πιάσουμε κοριούς»
(ως έκφραση δυσφορίας) είμαστε ανυπόφορα στριμωγμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοριός < κορεός (με συνίζηση) < αρχ. κόρις + κατάλ. -εός (πρβλ. αδελφεός, ερινεός). Ο τ. κορέος επίσης < κορεός με αναβιβασμό του τόνου].