κρικόδεσμος: Difference between revisions
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> [[κρίκος]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[πόντιση]] της άγκυρας για το [[δέσιμο]] του σολόγκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίκος]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] (<span style="color: red;"><</span> [[δένω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> [[κρίκος]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[πόντιση]] της άγκυρας για το [[δέσιμο]] του σολόγκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίκος]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] (<span style="color: red;"><</span> [[δένω]]), [[πρβλ]]. [[αγκυρόδεσμος]], [[αλυσόδεσμος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
ναυτ. κρίκος που χρησιμοποιείται κατά την πόντιση της άγκυρας για το δέσιμο του σολόγκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + δεσμός (< δένω), πρβλ. αγκυρόδεσμος, αλυσόδεσμος].