κρυψόρχης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krypsorchis
|Transliteration C=krypsorchis
|Beta Code=kruyo/rxhs
|Beta Code=kruyo/rxhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with undescended testicles]], <span class="bibl">Sor.1.109</span>.</span>
|Definition=κρυψόρχου, ὁ, [[with undescended testicles]], Sor.1.109.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κρύψορχις]], ο (Α [[κρυψόρχης]])<br />[[άτομο]] του οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, [[αλλά]] παραμένουν [[μέσα]] στην [[κοιλιά]] ή στον βουβωνικό πόρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυψ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>κρυψ</i>-<i>α</i> αόρ. του [[κρύπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>όρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρχις]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>όρχης</i>, <i>τρι</i>-<i>όρχης</i>].
|mltxt=και [[κρύψορχις]], ο (Α [[κρυψόρχης]])<br />[[άτομο]] του οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, [[αλλά]] παραμένουν [[μέσα]] στην [[κοιλιά]] ή στον βουβωνικό πόρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυψ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>κρυψ</i>-<i>α</i> αόρ. του [[κρύπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>όρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρχις]]), [[πρβλ]]. [[αόρχης]], [[τριόρχης]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυψόρχης Medium diacritics: κρυψόρχης Low diacritics: κρυψόρχης Capitals: ΚΡΥΨΟΡΧΗΣ
Transliteration A: krypsórchēs Transliteration B: krypsorchēs Transliteration C: krypsorchis Beta Code: kruyo/rxhs

English (LSJ)

κρυψόρχου, ὁ, with undescended testicles, Sor.1.109.

Greek Monolingual

και κρύψορχις, ο (Α κρυψόρχης)
άτομο του οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, αλλά παραμένουν μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ- (πρβλ. -κρυψ-α αόρ. του κρύπτω) + -όρχης (< ὄρχις), πρβλ. αόρχης, τριόρχης].