κρισσός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krissos
|Transliteration C=krissos
|Beta Code=krisso/s
|Beta Code=krisso/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κιρσός]], Andreas ap.Dsc.4.118, <span class="title">Hippiatr.</span>77, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[knot]] in oaks from which mistletoe springs, Id.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[κιρσός]], Andreas ap.Dsc.4.118, ''Hippiatr.''77, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[knot]] in oaks from which mistletoe springs, Id.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρισσός]], ὁ (AM)<br />ο [[κιρσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[ρόζος]] της βαλανιδιάς από τον οποίο ρέει [[ιξός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κιρσός]], που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>σσός</i> ([[πρβλ]]. <i>κολο</i>-<i>σσός</i>) και [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-].
|mltxt=[[κρισσός]], ὁ (AM)<br />ο [[κιρσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[ρόζος]] της βαλανιδιάς από τον οποίο ρέει [[ιξός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κιρσός]], που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>σσός</i> ([[πρβλ]]. [[κολοσσός]]) και [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρισσός Medium diacritics: κρισσός Low diacritics: κρισσός Capitals: ΚΡΙΣΣΟΣ
Transliteration A: krissós Transliteration B: krissos Transliteration C: krissos Beta Code: krisso/s

English (LSJ)

ὁ,
A = κιρσός, Andreas ap.Dsc.4.118, Hippiatr.77, Hsch.
II knot in oaks from which mistletoe springs, Id.

German (Pape)

[Seite 1511] att. = κιρσός; dah. κρισσοκάβωνες ἵπποι, οἳ κατὰ τῶν διδύμων κρισσοὺς ἔχουσιν, ἄθετοι πρὸς ὀχείαν, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

κρισσός: ὁ, τύπος ἰσοδύναμος τῷ κιρσός, Ἱππιατρ. 54, 5· «ἡ ἐν ταῖς δρυσὶ γινομένη διάφυσις, ὅθεν ῥέει ὁ ἰξός. ἢ ἡ ἐν τοῖς ἄρθροις διάφυσις σκληρὰ καὶ ὀζώδης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κρισσός, ὁ (AM)
ο κιρσός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) ο ρόζος της βαλανιδιάς από τον οποίο ρέει ιξός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κιρσός, που εμφανίζει επίθημα -σσός (πρβλ. κολοσσός) και μετάθεση του -ρ-].