μελισσηδόν: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελισσηδόν]] (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> με τον τρόπο τών [[μελισσών]], όπως οι μέλισσες, σαν [[μελίσσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> ([[πρβλ]]. <i>λυκ</i>-<i>ηδόν</i>)].
|mltxt=[[μελισσηδόν]] (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> με τον τρόπο τών [[μελισσών]], όπως οι μέλισσες, σαν [[μελίσσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> ([[πρβλ]]. [[λυκηδόν]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

German (Pape)

[Seite 124] nach Bienenart, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τῶν μελισσῶν, ὡς αἱ μέλισσαι, Εὐστ. Πονημ. 309. 60.

Greek Monolingual

μελισσηδόν (Μ)
επίρρ. με τον τρόπο τών μελισσών, όπως οι μέλισσες, σαν μελίσσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. λυκηδόν)].