μολυβδοτήξ: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (LSJ1 replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=molyvdotiks | |Transliteration C=molyvdotiks | ||
|Beta Code=molubdoth/c | |Beta Code=molubdoth/c | ||
|Definition=ῆκος, ὁ, | |Definition=ῆκος, ὁ, [[melter of lead]], Theognost.''Can.''40: μολιβδοτήξ, Hdn.Gr. ap. Choerob. ''in Theod.''1.291: μολιβδότηξ, Anon. ap. eund.ibid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μολυβδοτήξ]], -ῆκος, ὁ (ΑΜ, Α και [[μολιβδοτήξ]], -ῆκος και μολιβδότηξ, -ηκος)<br />αυτός που τήκει τον μόλυβδο, ο [[εργάτης]] που λειώνει το [[μολύβι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τήξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τήκω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μολυβδοτήξ]], -ῆκος, ὁ (ΑΜ, Α και [[μολιβδοτήξ]], -ῆκος και μολιβδότηξ, -ηκος)<br />αυτός που τήκει τον μόλυβδο, ο [[εργάτης]] που λειώνει το [[μολύβι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τήξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τήκω]]), [[πρβλ]]. [[κεραμοτήξ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ῆκος, ὁ, melter of lead, Theognost.Can.40: μολιβδοτήξ, Hdn.Gr. ap. Choerob. in Theod.1.291: μολιβδότηξ, Anon. ap. eund.ibid.
German (Pape)
[Seite 200] Blei schmelzend, Theogn. B. A. 1340.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδοτήξ: -ῆκος, ὁ, ὁ τήκων μόλυβδον, Θεογνώστ. Καν. 40. 23· μολιβδ-, Χοιροβ. τ. 1, σ. 309, 11, Α. Β. 1399.
Greek Monolingual
μολυβδοτήξ, -ῆκος, ὁ (ΑΜ, Α και μολιβδοτήξ, -ῆκος και μολιβδότηξ, -ηκος)
αυτός που τήκει τον μόλυβδο, ο εργάτης που λειώνει το μολύβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -τήξ (< τήκω), πρβλ. κεραμοτήξ].