ἐπικύρωσις: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἐπικύρωσις
|Full diacritics=ἐπικῡ́ρωσις
|Medium diacritics=ἐπικύρωσις
|Medium diacritics=ἐπικύρωσις
|Low diacritics=επικύρωσις
|Low diacritics=επικύρωσις
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0955.png Seite 955]] ἡ, Bestätigung, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0955.png Seite 955]] ἡ, [[Bestätigung]], Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικύρωσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπικυρόω]]) ὡς καὶ νῦν, [[ἐπιβεβαίωσις]], Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 45, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 487D, κλ.
|lstext='''ἐπικύρωσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπικυρόω]]) ὡς καὶ νῦν, [[ἐπιβεβαίωσις]], Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 45, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 487D, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπικύρωσις]]) [[επικυρώνω]]<br />η [[πράξη]] με την οποία προσδίδεται [[κύρος]] σε ορισμένη [[ενέργεια]] ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται [[κάτι]] (α. «[[επικύρωση]] συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ.<br />β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{trml
|trtx====[[ratification]]===
Bulgarian: ратификация; Danish: ratifikation; Finnish: ratifiointi, vahvistaminen; French: [[ratification]]; Georgian: რატიფიკაცია, დამტკიცება; German: [[Bestätigung]]; Greek: [[επικύρωση]], [[κύρωση]]; Ancient Greek: [[ἐπικύρωσις]], [[κύρωσις]]; Icelandic: fullgilding; Italian: [[ratifica]]; Maori: whakapūmautanga, whakamanatanga; Norwegian Bokmål: ratifikasjon; Nynorsk: ratifikasjon; Polish: ratyfikacja; Romanian: ratificație; Russian: [[ратификация]], [[утверждение]]; Spanish: [[ratificación]]; Swedish: ratificering; Thai: สัตยาบัน
}}
}}

Latest revision as of 12:47, 9 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικῡ́ρωσις Medium diacritics: ἐπικύρωσις Low diacritics: επικύρωσις Capitals: ΕΠΙΚΥΡΩΣΙΣ
Transliteration A: epikýrōsis Transliteration B: epikyrōsis Transliteration C: epikyrosis Beta Code: e)piku/rwsis

English (LSJ)

[ῡ], εως, ἡ, ratification, confirmation, χειροτονίας Arist. Ath.41.3, cf. D.H.9.51, Just.Nov.42.1.1.

German (Pape)

[Seite 955] ἡ, Bestätigung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικύρωσις: -εως, ἡ, (ἐπικυρόω) ὡς καὶ νῦν, ἐπιβεβαίωσις, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 45, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 487D, κλ.

Greek Monolingual

η (AM ἐπικύρωσις) επικυρώνω
η πράξη με την οποία προσδίδεται κύρος σε ορισμένη ενέργεια ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται κάτι (α. «επικύρωση συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ.
β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας», Αριστοτ.).

Translations

ratification

Bulgarian: ратификация; Danish: ratifikation; Finnish: ratifiointi, vahvistaminen; French: ratification; Georgian: რატიფიკაცია, დამტკიცება; German: Bestätigung; Greek: επικύρωση, κύρωση; Ancient Greek: ἐπικύρωσις, κύρωσις; Icelandic: fullgilding; Italian: ratifica; Maori: whakapūmautanga, whakamanatanga; Norwegian Bokmål: ratifikasjon; Nynorsk: ratifikasjon; Polish: ratyfikacja; Romanian: ratificație; Russian: ратификация, утверждение; Spanish: ratificación; Swedish: ratificering; Thai: สัตยาบัน