προσσυλλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prossyllamvano
|Transliteration C=prossyllamvano
|Beta Code=prossullamba/nw
|Beta Code=prossullamba/nw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[join]] or [[add to]], <span class="bibl">Porph.<span class="title">in Ptol.</span>192</span>:—Med., [[take part in besides]], [[contribute to]], προσξυνελάβοντο . . τῆς ὁρμῆς αἱ νῆες <span class="bibl">Th. 3.36</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[-εβάλετο]]); [[help to confirm]], λόγου <span class="bibl">D.C.43.47</span>.</span>
|Definition=[[join]] or [[add to]], Porph.''in Ptol.''192:—Med., [[take part in besides]], [[contribute to]], προσξυνελάβοντο.. τῆς ὁρμῆς αἱ νῆες Th. 3.36 ([[varia lectio|v.l.]] -εβάλετο); [[help to confirm]], λόγου D.C.43.47.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[κάτι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθέτω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[προσσυλλαμβάνομαι]]<br />α) [[συμβάλλω]], [[συντελώ]] σε [[κάτι]] επιπροσθέτως<br />β) [[συμβάλλω]] στη [[βεβαίωση]] («προσσυνελάβετο τοῦ λόγου τούτου», Δίων Κάσσ.).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[κάτι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθέτω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[προσσυλλαμβάνομαι]]<br />α) [[συμβάλλω]], [[συντελώ]] σε [[κάτι]] επιπροσθέτως<br />β) [[συμβάλλω]] στη [[βεβαίωση]] («προσσυνελάβετο τοῦ λόγου τούτου», Δίων Κάσσ.).
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσυλλαμβάνω Medium diacritics: προσσυλλαμβάνω Low diacritics: προσσυλλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΣΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: prossyllambánō Transliteration B: prossyllambanō Transliteration C: prossyllamvano Beta Code: prossullamba/nw

English (LSJ)

join or add to, Porph.in Ptol.192:—Med., take part in besides, contribute to, προσξυνελάβοντο.. τῆς ὁρμῆς αἱ νῆες Th. 3.36 (v.l. -εβάλετο); help to confirm, λόγου D.C.43.47.

Greek Monolingual

Α
1. συνάπτω κάτι σε κάτι άλλο, προσθέτω
2. μέσ. προσσυλλαμβάνομαι
α) συμβάλλω, συντελώ σε κάτι επιπροσθέτως
β) συμβάλλω στη βεβαίωση («προσσυνελάβετο τοῦ λόγου τούτου», Δίων Κάσσ.).