υἱδοῦς: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...)
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και υἱϊδοῦς, -οῦ, και ὑϊδεύς και υἱϊδεύς, -έως, και ὑϊδός, και ὑϊτός, ο, θηλ. [[ὑϊδῆ]], Α<br />ο [[γιος]] του γιου, ο [[εγγονός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υἱός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιδεύς</i> / -<i>ιδῆ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιδ</i>-<i>εή</i> με [[συναίρεση]]) / -<i>ιδοῦς</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιδ</i>-<i>εός</i> με [[συναίρεση]]), δηλωτικές απογόνου (<b>πρβλ.</b> <i>θυγατρ</i>-<i>ιδεύς</i>, <i>θυγατρ</i>-<i>ιδῆ</i>, <i>θυγατρ</i>-<i>ιδοῦς</i>)].
|mltxt=και υἱϊδοῦς, -οῦ, και ὑϊδεύς και υἱϊδεύς, -έως, και ὑϊδός, και ὑϊτός, ο, θηλ. [[ὑϊδῆ]], Α<br />ο [[γιος]] του γιου, ο [[εγγονός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υἱός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιδεύς</i> / -<i>ιδῆ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιδ</i>-<i>εή</i> με [[συναίρεση]]) / -<i>ιδοῦς</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιδ</i>-<i>εός</i> με [[συναίρεση]]), δηλωτικές απογόνου ([[πρβλ]]. [[θυγατριδεύς]], [[θυγατριδῆ]], [[θυγατριδοῦς]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 1175] ὁ, = υἱεύς, Enkel; Xen. An. 5, 6, 37; Plat. Legg. XI, 925 a; Sp.

Greek Monolingual

και υἱϊδοῦς, -οῦ, και ὑϊδεύς και υἱϊδεύς, -έως, και ὑϊδός, και ὑϊτός, ο, θηλ. ὑϊδῆ, Α
ο γιος του γιου, ο εγγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + κατάλ. -ιδεύς / -ιδῆ (< -ιδ-εή με συναίρεση) / -ιδοῦς (< -ιδ-εός με συναίρεση), δηλωτικές απογόνου (πρβλ. θυγατριδεύς, θυγατριδῆ, θυγατριδοῦς)].