ἀντροχαρής: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antrocharis | |Transliteration C=antrocharis | ||
|Beta Code=a)ntroxarh/s | |Beta Code=a)ntroxarh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀντροχαρές, [[cave-haunting]], [[epithet]] of nymphs and Pan, Orph.''H.''11.12, 51.5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀντροχᾰρής) -ές<br />[[que frecuenta las cuevas]] epít. de Pan, Orph.<i>H</i>.11.12, de las ninfas, Orph.<i>H</i>.51.5. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντροχᾰρής''': -ές, ([[χαίρω]]), ὁ χαίρων να διαιτᾶται ἐντὸς ἄντρων, ἐπίθ. τῶν νυμφῶν καὶ τοῦ Πανός, Ὀρφ. Ὕμν. 11 καὶ 51. | |lstext='''ἀντροχᾰρής''': -ές, ([[χαίρω]]), ὁ χαίρων να διαιτᾶται ἐντὸς ἄντρων, ἐπίθ. τῶν νυμφῶν καὶ τοῦ Πανός, Ὀρφ. Ὕμν. 11 καὶ 51. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντροχαρής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />αυτός που χαίρεται και ζει [[μέσα]] στα άντρα (επίθ. του Πανός και των Νυμφών). | |mltxt=[[ἀντροχαρής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />αυτός που χαίρεται και ζει [[μέσα]] στα άντρα (επίθ. του Πανός και των Νυμφών). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>der [[Grotten]] sich [[freuend]], sich gern in [[Grotten]] [[aufhaltend]]</i>, Pan, Orph. <i>H</i>. 10; [[Nymphen]], 50. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀντροχαρές, cave-haunting, epithet of nymphs and Pan, Orph.H.11.12, 51.5.
Spanish (DGE)
(ἀντροχᾰρής) -ές
que frecuenta las cuevas epít. de Pan, Orph.H.11.12, de las ninfas, Orph.H.51.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντροχᾰρής: -ές, (χαίρω), ὁ χαίρων να διαιτᾶται ἐντὸς ἄντρων, ἐπίθ. τῶν νυμφῶν καὶ τοῦ Πανός, Ὀρφ. Ὕμν. 11 καὶ 51.
Greek Monolingual
ἀντροχαρής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που χαίρεται και ζει μέσα στα άντρα (επίθ. του Πανός και των Νυμφών).
German (Pape)
ές, der Grotten sich freuend, sich gern in Grotten aufhaltend, Pan, Orph. H. 10; Nymphen, 50.