Αἰολεύς: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Aioleys
|Transliteration C=Aioleys
|Beta Code=*ai)oleu/s
|Beta Code=*ai)oleu/s
|Definition=έως, ὁ, [[Aeolian]]; pl. [[Αἰολέες]] Hdt.1.28, Att. [[Αἰολεῖς]] or [[Αἰολῆς]] Th.7.57:—hence Adj. [[Αἰολικός]], Αἰολική, Αἰολικόν, [[of the Aeolians]] or [[like the Aeolians]], Theoc.1.56([[varia lectio|v.l.]]); [[of the Aeolic dialect]], A.D.Adv.193.15,al.: Comp. Αἰολικώτερον 194.8; [[of Aeolic metre]], Heph.7.5. Adv. [[Αἰολικῶς]] S.E.M.1.78:—[[Αἰόλιος]], α, ον, [[in the Aeolian mode]], νόμος Plu.2.1132d:—fem. [[Αἰολίς]], Αἰολίδος, Hes.Op.636, Hdt., etc.; [[of the Aeolian mode]], Pratin.5; [[of the Aeolic dialect]], A.D.Adv.155.11: Subst., [[Αἰολίς]], ἡ, Id.Synt.309.25: poet. fem. [[Αἰοληΐς]], Pi.O.1.102.
|Definition=Αἰολέως, ὁ, [[Aeolian]]; pl. [[Αἰολέες]] [[Herodotus|Hdt.]]1.28, Att. [[Αἰολεῖς]] or [[Αἰολῆς]] Th.7.57:—hence Adj. [[Αἰολικός]], Αἰολική, Αἰολικόν, [[of the Aeolians]] or [[like the Aeolians]], Theoc.1.56([[varia lectio|v.l.]]); [[of the Aeolic dialect]], A.D.Adv.193.15,al.: Comp. Αἰολικώτερον 194.8; [[of Aeolic metre]], Heph.7.5. Adv. [[Αἰολικῶς]] S.E.M.1.78:—[[Αἰόλιος]], Αἰολία, Αἰόλιον, [[in the Aeolian mode]], [[νόμος]] Plu.2.1132d:—fem. [[Αἰολίς]], Αἰολίδος, Hes.Op.636, [[Herodotus|Hdt.]], etc.; [[of the Aeolian mode]], Pratin.5; [[of the Aeolic dialect]], A.D.Adv.155.11: Subst., [[Αἰολίς]], ἡ, Id.Synt.309.25: ''poet.'' fem. [[Αἰοληΐς]], Pi.O.1.102.
}}
{{DGE
|dgtxt=Αἰολέως, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [nom. plu. jón. Αἰολέες Hdt.1.28, át. Αἰολεῖς pero Αἰολῆς Th.7.57; tes. dat. plu. Αἰολείεσσι <i>BCH</i> 59.1935.55.19 (Larisa II a.C.)]<br />[[eolio]] gener. plu., Hdt.l.c., Th.7.57, X.<i>Cyr</i>.6.2.10, <i>HG</i> 3.4.11, Scymn.239, <i>BCH</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">• Diccionario Micénico:</b> <i>ạ3-wo-re-u-si</i> (?).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[Αἰολεύς]] <br /><b>1</b> Aeolian as subs. [[Ἀμύκλαθεν]] γὰρ [[ἔβα]] σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (sc. [[Πείσανδρος]], [[quod vide|q.v.]]; cf. Strabo 333, οἱ ἐντὸς (sc. Ἰσθμοῦ) [[Αἰολεῖς]] [[πρότερον]] [[ἦσαν]], κ. τ. λ.) (N. 11.35) Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων ([[Βοιώτιος]]. Σ.: &lt;[[αὐλός]]&gt; supp. Bergk. “itaque Pindarus de suo carmine loqui videtur,” adnot. Snell.) &#42;fr. 191&#42;.
|sltr=[[Αἰολεύς]] <br /><b>1</b> Aeolian as subs. [[Ἀμύκλαθεν]] γὰρ [[ἔβα]] σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (''[[sc.]]'' [[Πείσανδρος]], [[quod vide|q.v.]]; cf. Strabo 333, οἱ ἐντὸς (''[[sc.]]'' Ἰσθμοῦ) [[Αἰολεῖς]] [[πρότερον]] [[ἦσαν]], κ. τ. λ.) (N. 11.35) Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων ([[Βοιώτιος]]. Σ.: &lt;[[αὐλός]]&gt; supp. Bergk. “itaque Pindarus de suo carmine loqui videtur,” adnot. Snell.) &#42;fr. 191&#42;.
}}
{{DGE
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [nom. plu. jón. -έες Hdt.1.28, át. -εῖς pero -ῆς Th.7.57; tes. dat. plu. Αἰολείεσσι <i>BCH</i> 59.1935.55.19 (Larisa II a.C.)]<br />[[eolio]] gener. plu., Hdt.l.c., Th.7.57, X.<i>Cyr</i>.6.2.10, <i>HG</i> 3.4.11, Scymn.239, <i>BCH</i> l.c. • DMic.: <i>ạ3-wo-re-u-si</i> (?).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Αἰολεύς:''' -έως, ὁ, ο [[κάτοικος]] της Αιολίδας· πληθ. <i>Αἰολέες</i>, Αττ. [[Αἰολεῖς]] ή <i>-ῆς</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίθ. [[Αἰολικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, αυτός που ανήκει στους Αιολείς ή είναι όμοιος με αυτούς, σε Θεόκρ.· θηλ. [[Αἰολίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ποιητ. θηλ. Αἰοληΐς, σε Πίνδ.
|lsmtext='''Αἰολεύς:''' -έως, ὁ, ο [[κάτοικος]] της Αιολίδας· πληθ. <i>Αἰολέες</i>, Αττ. [[Αἰολεῖς]] ή <i>-ῆς</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίθ. [[Αἰολικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, αυτός που ανήκει στους Αιολείς ή είναι όμοιος με αυτούς, σε Θεόκρ.· θηλ. [[Αἰολίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ποιητ. θηλ. Αἰοληΐς, σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />an Aeolian; pl. Αἰολέες, [[attic]] [[Αἰολεῖς]] or -ῆς Hdt., Thuc.
}}
}}

Latest revision as of 13:29, 23 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Αἰολεύς Medium diacritics: Αἰολεύς Low diacritics: Αιολεύς Capitals: ΑΙΟΛΕΥΣ
Transliteration A: Aioleús Transliteration B: Aioleus Transliteration C: Aioleys Beta Code: *ai)oleu/s

English (LSJ)

Αἰολέως, ὁ, Aeolian; pl. Αἰολέες Hdt.1.28, Att. Αἰολεῖς or Αἰολῆς Th.7.57:—hence Adj. Αἰολικός, Αἰολική, Αἰολικόν, of the Aeolians or like the Aeolians, Theoc.1.56(v.l.); of the Aeolic dialect, A.D.Adv.193.15,al.: Comp. Αἰολικώτερον 194.8; of Aeolic metre, Heph.7.5. Adv. Αἰολικῶς S.E.M.1.78:—Αἰόλιος, Αἰολία, Αἰόλιον, in the Aeolian mode, νόμος Plu.2.1132d:—fem. Αἰολίς, Αἰολίδος, Hes.Op.636, Hdt., etc.; of the Aeolian mode, Pratin.5; of the Aeolic dialect, A.D.Adv.155.11: Subst., Αἰολίς, ἡ, Id.Synt.309.25: poet. fem. Αἰοληΐς, Pi.O.1.102.

Spanish (DGE)

Αἰολέως, ὁ
• Morfología: [nom. plu. jón. Αἰολέες Hdt.1.28, át. Αἰολεῖς pero Αἰολῆς Th.7.57; tes. dat. plu. Αἰολείεσσι BCH 59.1935.55.19 (Larisa II a.C.)]
eolio gener. plu., Hdt.l.c., Th.7.57, X.Cyr.6.2.10, HG 3.4.11, Scymn.239, BCH l.c.
• Diccionario Micénico: ạ3-wo-re-u-si (?).

Greek (Liddell-Scott)

Αἰολεύς: έως, ὁ, κάτοικος τῆς Αἰολίδος ἢ ὁ εἰς τὴν Αἰολικὴν φυλὴν ἀνήκων· πληθ. Αἰολέες, Ἡροδ. 1, 28, Ἀττ. Αἰολεῖς ἢ -ῆς, Θουκ. 7. 57: -ἐντεῦθεν ἐπίθ. Αἰολικός ή, όν, = ἀνήκων εἰς Αἰολέα ἢ ὅμοιος τοῖς Αἰολεῦσι. Θεόκρ. 1.56, κτλ. - θηλ. Αἰολίς, ίδος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 638., Ἡρόδ. κτλ. ποιητ. θηλ. Αἰοληΐς, Πινδ. Ο.1.164: - Ἐπίρρ. Αἰολικῶς, Γραμμ.

English (Slater)

Αἰολεύς
1 Aeolian as subs. Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (sc. Πείσανδρος, q.v.; cf. Strabo 333, οἱ ἐντὸς (sc. Ἰσθμοῦ) Αἰολεῖς πρότερον ἦσαν, κ. τ. λ.) (N. 11.35) Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων (Βοιώτιος. Σ.: <αὐλός> supp. Bergk. “itaque Pindarus de suo carmine loqui videtur,” adnot. Snell.) *fr. 191*.

Greek Monotonic

Αἰολεύς: -έως, ὁ, ο κάτοικος της Αιολίδας· πληθ. Αἰολέες, Αττ. Αἰολεῖς ή -ῆς, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίθ. Αἰολικός, , -όν, αυτός που ανήκει στους Αιολείς ή είναι όμοιος με αυτούς, σε Θεόκρ.· θηλ. Αἰολίς, -ίδος, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ποιητ. θηλ. Αἰοληΐς, σε Πίνδ.