ἐπαύλιον: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epaylion | |Transliteration C=epaylion | ||
|Beta Code=e)pau/lion | |Beta Code=e)pau/lion | ||
|Definition=τό, Dim. of | |Definition=τό, ''Dim. of'' [[ἔπαυλις]] 2, ''SIG''344.98 (Teos, iv B.C.), ''OGI''765.13 (Priene), Call.''Fr.''131.4, Plb.4.4.1, Plu.2.508d, Alciphr. ''Fr.''6.4.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">τὰ ἐπαύλια</b> or <b class="b3">ἡ ἐπαυλία</b> (''[[sc.]] '' [[ἡμέρα]]) [[the day after the wedding]], Id.3.49, Poll.3.39, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Suid.; also, [[presents given to the bride]], Poll. [[l.c.]]<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἐπαύλιος· ἡ τῆς αὐλῆς ὁδός</b>, Suid., Zonar. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0906.png Seite 906]] τό, dim. zu ἔπα υλις, – 1) kleines Landgut; Aesch. ep. 9; Pol. 4, 4, 1; Plut. Mar. 35 u. öfter; Agath. 37 (VI, 791. – 2) τὰ ἐπαύλια, VLL., Alciphr. 3, 49, bei Hesych. auch ἡ [[ἐπαυλία]], der Tag nach der Hochzeit, an dem die Braut zum ersten Male in dem Hause des Bräutigams schlief. [[ἔπαυλις]], εως, ἡ, ein Landgut, Sp., wie Plut. Pomp. 24 Poplic. 5; D. Sic. 12, 43; Ath. V, 215 a; Meierei u. übh. = [[ἔπαυλος]]; von den Ställen des Augias, Schol. Il. 2, 629; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν Pol. 5, 35, 13; τὴν ἔπαυλιν ποιεῖσθαι ἐπὶ τῇ τῶν ἐναντίων στρατοπεδείᾳ, sein Lager aufschlagen, sein Quartier nehmen, id. 16, 15, 5, wie Plat. Alc. II, 149 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0906.png Seite 906]] τό, dim. zu ἔπα υλις, – 1) kleines Landgut; Aesch. ep. 9; Pol. 4, 4, 1; Plut. Mar. 35 u. öfter; Agath. 37 (VI, 791. – 2) τὰ ἐπαύλια, VLL., Alciphr. 3, 49, bei Hesych. auch ἡ [[ἐπαυλία]], der Tag nach der Hochzeit, an dem die Braut zum ersten Male in dem Hause des Bräutigams schlief. [[ἔπαυλις]], εως, ἡ, ein Landgut, Sp., wie Plut. Pomp. 24 Poplic. 5; D. Sic. 12, 43; Ath. V, 215 a; Meierei u. übh. = [[ἔπαυλος]]; von den Ställen des Augias, Schol. Il. 2, 629; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν Pol. 5, 35, 13; τὴν ἔπαυλιν ποιεῖσθαι ἐπὶ τῇ τῶν ἐναντίων στρατοπεδείᾳ, sein Lager aufschlagen, sein Quartier nehmen, id. 16, 15, 5, wie Plat. Alc. II, 149 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />[[petit bien de campagne]].<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἔπαυλις]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαύλιον:''' ου τό небольшое имение Aeschin., Polyb., Plut., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαύλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Καλλ. Ἀποσπ. 131. 4 (Σουΐδ. ἐν λ.), Πολύβ. 4. 4, 1, κτλ. ΙΙ. τὰ ἐπαύλια ἢ ἡ ἐπαυλία (ἐνν. [[ἡμέρα]]), ἡ μετὰ τὸν γάμον [[ἡμέρα]], Λατ. nepotia, Ἀλκίφρων 3. 4, Πολυδ. Γ΄, 39· «ἐπαύλια (-ία)· ἡ δευτέρα τῶν γάμων [[ἡμέρα]] [[οὕτως]] καλεῖται, ἐν ᾗ κομίζουσι δῶρα οἱ οἰκεῖοι τῷ γεγαμηκότι καὶ τῇ νύμφῃ» Ἡσύχ. 2) τὰ ἐν [[ταύτῃ]] τῇ ἡμέρᾳ τοῖς νεονύμφοις προσφερόμενα δῶρα, L. Deubner Arch. Fabrbuch XVI (1900) σ. 144 - 154· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 489, καὶ πρβλ. [[ἀπαύλια]], προαύλια. | |lstext='''ἐπαύλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Καλλ. Ἀποσπ. 131. 4 (Σουΐδ. ἐν λ.), Πολύβ. 4. 4, 1, κτλ. ΙΙ. τὰ ἐπαύλια ἢ ἡ ἐπαυλία (ἐνν. [[ἡμέρα]]), ἡ μετὰ τὸν γάμον [[ἡμέρα]], Λατ. nepotia, Ἀλκίφρων 3. 4, Πολυδ. Γ΄, 39· «ἐπαύλια (-ία)· ἡ δευτέρα τῶν γάμων [[ἡμέρα]] [[οὕτως]] καλεῖται, ἐν ᾗ κομίζουσι δῶρα οἱ οἰκεῖοι τῷ γεγαμηκότι καὶ τῇ νύμφῃ» Ἡσύχ. 2) τὰ ἐν [[ταύτῃ]] τῇ ἡμέρᾳ τοῖς νεονύμφοις προσφερόμενα δῶρα, L. Deubner Arch. Fabrbuch XVI (1900) σ. 144 - 154· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 489, καὶ πρβλ. [[ἀπαύλια]], προαύλια. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπαύλιον]], το (Α) [[έπαυλις]]<br /><b>1.</b> μικρή [[έπαυλη]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>τὰ ἐπαύλια</i> ή ἡ [[ἐπαυλία]]<br />α) η επόμενη [[ημέρα]] του γάμου<br />β) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς της νύφης την επόμενη [[ημέρα]] του γάμου. | |mltxt=[[ἐπαύλιον]], το (Α) [[έπαυλις]]<br /><b>1.</b> μικρή [[έπαυλη]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>τὰ ἐπαύλια</i> ή ἡ [[ἐπαυλία]]<br />α) η επόμενη [[ημέρα]] του γάμου<br />β) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς της νύφης την επόμενη [[ημέρα]] του γάμου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of ἔπαυλις 2, SIG344.98 (Teos, iv B.C.), OGI765.13 (Priene), Call.Fr.131.4, Plb.4.4.1, Plu.2.508d, Alciphr. Fr.6.4.
II τὰ ἐπαύλια or ἡ ἐπαυλία (sc. ἡμέρα) the day after the wedding, Id.3.49, Poll.3.39, Hsch., Suid.; also, presents given to the bride, Poll. l.c.
III ἐπαύλιος· ἡ τῆς αὐλῆς ὁδός, Suid., Zonar.
German (Pape)
[Seite 906] τό, dim. zu ἔπα υλις, – 1) kleines Landgut; Aesch. ep. 9; Pol. 4, 4, 1; Plut. Mar. 35 u. öfter; Agath. 37 (VI, 791. – 2) τὰ ἐπαύλια, VLL., Alciphr. 3, 49, bei Hesych. auch ἡ ἐπαυλία, der Tag nach der Hochzeit, an dem die Braut zum ersten Male in dem Hause des Bräutigams schlief. ἔπαυλις, εως, ἡ, ein Landgut, Sp., wie Plut. Pomp. 24 Poplic. 5; D. Sic. 12, 43; Ath. V, 215 a; Meierei u. übh. = ἔπαυλος; von den Ställen des Augias, Schol. Il. 2, 629; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν Pol. 5, 35, 13; τὴν ἔπαυλιν ποιεῖσθαι ἐπὶ τῇ τῶν ἐναντίων στρατοπεδείᾳ, sein Lager aufschlagen, sein Quartier nehmen, id. 16, 15, 5, wie Plat. Alc. II, 149 c.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit bien de campagne.
Étymologie: dim. de ἔπαυλις.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαύλιον: ου τό небольшое имение Aeschin., Polyb., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαύλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Καλλ. Ἀποσπ. 131. 4 (Σουΐδ. ἐν λ.), Πολύβ. 4. 4, 1, κτλ. ΙΙ. τὰ ἐπαύλια ἢ ἡ ἐπαυλία (ἐνν. ἡμέρα), ἡ μετὰ τὸν γάμον ἡμέρα, Λατ. nepotia, Ἀλκίφρων 3. 4, Πολυδ. Γ΄, 39· «ἐπαύλια (-ία)· ἡ δευτέρα τῶν γάμων ἡμέρα οὕτως καλεῖται, ἐν ᾗ κομίζουσι δῶρα οἱ οἰκεῖοι τῷ γεγαμηκότι καὶ τῇ νύμφῃ» Ἡσύχ. 2) τὰ ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ τοῖς νεονύμφοις προσφερόμενα δῶρα, L. Deubner Arch. Fabrbuch XVI (1900) σ. 144 - 154· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 489, καὶ πρβλ. ἀπαύλια, προαύλια.
Greek Monolingual
ἐπαύλιον, το (Α) έπαυλις
1. μικρή έπαυλη
2. (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) τὰ ἐπαύλια ή ἡ ἐπαυλία
α) η επόμενη ημέρα του γάμου
β) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς της νύφης την επόμενη ημέρα του γάμου.