προαγωνιστής: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proagonistis | |Transliteration C=proagonistis | ||
|Beta Code=proagwnisth/s | |Beta Code=proagwnisth/s | ||
|Definition= | |Definition=προαγωνιστοῦ, ὁ, [[one who fights for]] another, [[champion]], Str. 16.4.25, Ph.2.312,542, Luc.''Salt.''14, Jul.''Or.''2.87a; π. τῆς δημοκρατίας Poll.4.34. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] ὁ, Vorkämpfer, Luc. salt. 14; Verfechter, Vertheidiger, Poll. 3, 12; Plut. Lysand. 26 u. sonst. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] ὁ, Vorkämpfer, Luc. salt. 14; Verfechter, Vertheidiger, Poll. 3, 12; Plut. Lysand. 26 u. sonst. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui combat avant]], [[devant]].<br />'''Étymologie:''' [[προαγωνίζομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προαγωνιστής -οῦ, ὁ [προαγωνίζομαι] [[voorvechter]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προᾰγωνιστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> [[передовой боец]] Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[борец]], [[защитник]] (τοῦ μύθου Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προαγωνιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[ὑπὲρ]] ἄλλου τινὸς ἀγωνιζόμενος, [[πρόμαχος]], Φίλων 2. 312, 542, Λουκ. π. Ὀρχ. 14· προαγ. λόγοι Πλουτ. Λύσανδρ. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416. | |lstext='''προαγωνιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[ὑπὲρ]] ἄλλου τινὸς ἀγωνιζόμενος, [[πρόμαχος]], Φίλων 2. 312, 542, Λουκ. π. Ὀρχ. 14· προαγ. λόγοι Πλουτ. Λύσανδρ. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προᾰγωνιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον [[άλλο]], [[πρόμαχος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''προᾰγωνιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον [[άλλο]], [[πρόμαχος]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προᾰγωνιστής, οῦ, ὁ,<br />one who fights for [[another]], a [[champion]], Plut. | |mdlsjtxt=προᾰγωνιστής, οῦ, ὁ,<br />one who fights for [[another]], a [[champion]], Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
προαγωνιστοῦ, ὁ, one who fights for another, champion, Str. 16.4.25, Ph.2.312,542, Luc.Salt.14, Jul.Or.2.87a; π. τῆς δημοκρατίας Poll.4.34.
German (Pape)
[Seite 705] ὁ, Vorkämpfer, Luc. salt. 14; Verfechter, Vertheidiger, Poll. 3, 12; Plut. Lysand. 26 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui combat avant, devant.
Étymologie: προαγωνίζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προαγωνιστής -οῦ, ὁ [προαγωνίζομαι] voorvechter.
Russian (Dvoretsky)
προᾰγωνιστής: οῦ ὁ
1 передовой боец Luc.;
2 борец, защитник (τοῦ μύθου Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προαγωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑπὲρ ἄλλου τινὸς ἀγωνιζόμενος, πρόμαχος, Φίλων 2. 312, 542, Λουκ. π. Ὀρχ. 14· προαγ. λόγοι Πλουτ. Λύσανδρ. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ προαγωνίζομαι
αυτός που αγωνίζεται για κάτι ή αυτός που αγωνίζεται πριν από κάποιον, υπέρμαχος, πρόμαχος (α. «ὧν ἡ μὲν τοὺς μάχιμους ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων», Στράβ.
β. «προαγωνιστὴς τῆς δημοκρατίας», Πολυδ.)
νεοελλ.
αυτός που προγυμνάζεται, που προετοιμάζεται προκειμένου να πάρει μέρος σε έναν αγώνα.
Greek Monotonic
προᾰγωνιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον άλλο, πρόμαχος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
προᾰγωνιστής, οῦ, ὁ,
one who fights for another, a champion, Plut.