μελάμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melamvrotos
|Transliteration C=melamvrotos
|Beta Code=mela/mbrotos
|Beta Code=mela/mbrotos
|Definition=[[γῆ]] land <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of negroes]], <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>228.3</span>; <b class="b3">γείτονες μ</b>. [[negroes]], ib.<span class="bibl">771.4</span>.</span>
|Definition=[[γῆ]] land [[of negroes]], E.''Fr.''228.3; <b class="b3">γείτονες μελάμβροτοι</b> [[negroe]]s, ib.771.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] mit schwarzen Menschen, von schwarzen Menschen bewohnt, Αἰθιοπὶς γῆ, Eur. frg. Archel. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] mit schwarzen Menschen, von schwarzen Menschen bewohnt, Αἰθιοπὶς γῆ, Eur. frg. Archel. 2.
}}
{{elru
|elrutext='''μελάμβροτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[населенный чернокожими людьми]] (Αἰθιοπὶς γῆ Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[чернокожий]] (γείτονες Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελάμβροτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τη [[χώρα]] τών Αιθιόπων) αυτός που κατοικείται από μαύρους, μελαψούς ανθρώπους<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει μαύρο [[χρώμα]], [[μαυρειδερός]], [[μελαψός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[βροτός]] ([[πρβλ]]. [[αλεξίμβροτος]], [[ημίβροτος]])].
|mltxt=[[μελάμβροτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τη [[χώρα]] τών Αιθιόπων) αυτός που κατοικείται από μαύρους, μελαψούς ανθρώπους<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει μαύρο [[χρώμα]], [[μαυρειδερός]], [[μελαψός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[βροτός]] ([[πρβλ]]. [[αλεξίμβροτος]], [[ημίβροτος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μελάμβροτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[населенный чернокожими людьми]] (Αἰθιοπὶς γῆ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[чернокожий]] (γείτονες Eur.).
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμβροτος Medium diacritics: μελάμβροτος Low diacritics: μελάμβροτος Capitals: ΜΕΛΑΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: melámbrotos Transliteration B: melambrotos Transliteration C: melamvrotos Beta Code: mela/mbrotos

English (LSJ)

γῆ land of negroes, E.Fr.228.3; γείτονες μελάμβροτοι negroes, ib.771.4.

German (Pape)

[Seite 118] mit schwarzen Menschen, von schwarzen Menschen bewohnt, Αἰθιοπὶς γῆ, Eur. frg. Archel. 2.

Russian (Dvoretsky)

μελάμβροτος:
1 населенный чернокожими людьми (Αἰθιοπὶς γῆ Eur.);
2 чернокожий (γείτονες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μελάμβροτος: γῆ, γῆ τῶν Αἰθιόπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 230. 3· γείτονες μελάμβροτοι, γείτονες μαῦροι τὸ χρῶμα, Στράβ. 1, 33, περὶ τὸ τέλος.

Greek Monolingual

μελάμβροτος, -ον (Α)
1. (για τη χώρα τών Αιθιόπων) αυτός που κατοικείται από μαύρους, μελαψούς ανθρώπους
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μαυρειδερός, μελαψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βροτός (πρβλ. αλεξίμβροτος, ημίβροτος)].